Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 31 Μαΐου 2011

Εγώ η Ουλρίκε Μάινχοφ καταγγέλω







ΟΝΟΜΑ: Ουλρίκε
ΕΠΩΝΥΜΟ: Μάϊνχοφ
ΓΕΝΟΥΣ: Θηλυκού
ΗΛΙΚΙΑ: Σαρανταενός χρονών
...Ναι! Είμαι παντρεμένη.
Έκανα δύο παιδιά με καισαρική.
Ναι είμαστε χωρισμένοι με τον άντρα μου.
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ: Δημοσιογράφος
ΕΘΝΙΚΟΤΗΤΑ: Γερμανίδα


Είμαι τέσσερα χρόνια στη φυλακή, σ’ ένα μοντέρνο κάτεργο, ενός σύγχρονου κράτους. Το έγκλημα; Συγκρούστηκα με την άρχουσα τάξη και τους νόμους της που τους έχει προστάτες της, για να μπορεί να εκμεταλλεύεται και να κάνει κουμάντο σε όλα, στα πάντα. Ακόμα και στο ίδιο το μυαλό μας, στις σκέψεις μας, τα λόγια μας, τα συναισθήματα μας, τη δουλειά μας, τον τρόπο που μας αρέσει να αγαπάμε ή να κάνουμε έρωτα, ολόκληρη τη ζωή μας. Γι’ αυτό με κλείσατε εδώ μέσα αφεντικά του κράτους δικαίου. Φυσικά όλοι είναι ίσοι απέναντι στους νόμους σας, εκτός απ’ αυτούς που δεν συμφωνούν με τα ιερά σας και τα όσια. Εσείς είστε που υποβιβάσατε τη γυναίκα. Ό,τι λοιπόν μου στερήσατε τόσα χρόνια σα γυναίκα, μου το προσφέρεται τώρα: ΙΣΗ ΠΟΙΝΗ ΜΕ ΤΟΝ ΑΝΤΡΑ. Τι ειρωνεία! Σας ευχαριστώ! Με ανταμείψατε με το νόμισμα της πιο σκληρής φυλάκισης. Απομόνωση και κρύο μέσα σε μια φυλακή νεκροταφείο. Στην ποινή δηλαδή της εξόντωσης των αισθήσεων μου. Πόσο ευγενική έκφραση θα ήταν να’ λεγα ότι με θάψατε ζωντανή σ’ ένα τάφο. Λευκό το κελί, οι τοίχοι, λευκά τα κουφώματα, η πόρτα περασμένη με σμάλτο, για να μην πω και το αποχωρητήριο, ο φωτισμός με νέον –λευκός κι αυτός- κι αναμμένες λάμπες μέρα-νύχτα. Πότε επιτελούς είναι μέρα και πότε νύχτα; Πως θα το μάθω; Απ’ τη χαραμάδα του παραθύρου περνάει πάντα το ίδιο λευκό φως, ψεύτικο κι αυτό, σαν το παράθυρο που είναι ψεύτικο κι αυτό, ίδια ψεύτικος κι ο δόλιος ο χρόνος που μ’ έχετε φυλακισμένη εδώ σ’ ένα λευκό ατελείωτο. ΣΙΩΠΗ! Παντού σιωπή. Απ’ έξω ούτε φωνή, ούτε ήχος, ούτε θόρυβος. Στο διάδρομο δεν ακούγονται βήματα, ούτε πόρτες που ανοιγοκλείνουν. ΤΙΠΟΤΑ. Όλα σιωπηλά και κατάλευκα. Μια μεγάλη σιωπή και στο μυαλό μου, λευκή κι αυτή σαν το ταβάνι. Κι η φωνή μου λευκή αν δοκιμάσω να φωνάξω. Λευκό το σάλιο καθώς στεγνώνει στα χείλη μου. Λευκή η σιωπή στ’ άδεια μου μάτια στο στομάχι, στην πρησμένη από την πείνα κοιλιά μου. Πιασμένη σα γιαπωνέζικο ψάρι, δίχως πτερύγια, μες τη σιωπή του ενυδρείου. Έντονη επιθυμία για εμετό. Βλέπω το μυαλό σε αργή κινηματογραφική κίνηση, να βγαίνει από το κρανίο μου, να αλητεύει εδώ κι εκεί και να κυλάει στο πάτωμα και να γίνεται ένα με το αιώνιο λευκό του κελιού μου. Νιώθω το κορμί μου σα σκόνη, όπως το απορρυπαντικό για το πλυντήριο. Σκύβω και το μαζεύω. Προσπαθώ να το συναρμολογήσω. ΔΙΑΛΥΟΜΑΙ! Πρέπει να αντέξω Να αντισταθώ. Δεν θα μπορέσετε να με τρελάνετε. Πρέπει να σκεφτώ, να σκεφτώ! Να λοιπόν που σκέφτομαι! Σκέφτομαι εσάς που μ’ έχετε κλεισμένη σ’ αυτόν τον εφιάλτη. Από το κρύσταλλο του ενυδρείου που με κλείσατε και με κοιτάζετε με ενδιαφέρον. Μείνατε άφωνοι! Τρέμετε από φόβο μήπως και μπορέσω κι αντισταθώ. Τρέμετε στη σκέψη μήπως οι άλλοι συντροφοί μου έρθουν και γκρεμίσουν αυτό το λευκό θάνατο που επινοήσατε. Πόσο γελοίο, αλήθεια, να στερήσετε από μένα τα χρώματα! Κι έξω να βάφετε το μουχλιασμένο και γκρίζο κόσμο σας με τα πιο φανταχτερά χρώματα, για να μην μπορεί να δει κανείς τη σαπίλα που κρύβει. Και να υποχρεώνετε τον κόσμο να καταναλώνει μόνο και μόνο για το χρώμα. Χρωματίστε με ωραίο κόκκινο το σιρόπι από τα βατόμουρα, και τι πειράζει αν αυτό φέρνει καρκίνο! Το απεριτίφ σας να είναι πορτοκαλί. Τα παιδιά σας πρέπει να τρώνε πολύ το πράσινο και το αστραφτερό κίτρινο. Το βούτυρο κι η μαρμελάδα πάντα με χρωματιστά δηλητήρια. Ακόμα και τις γυναίκες σας τις βάψατε σαν καραγκιόζηδες. Εξαίσιο κόκκινο για τα μάγουλα, ανοιχτό γαλάζιο και βιολετί για τις βλεφαρίδες, ρουζ για τα χείλια κι όσο για τα νύχια ό,τι χρώμα θα έβαζε ο νους σου για να είναι σαν καρναβάλι. Χρυσαφί, ασημί, πράσινο, πορτοκαλί μέχρι και σκούρο μπλε χρησιμοποιήσατε. Και τιμωρήσατε εμένα με τη σκληράδα του ανέκφραστου λευκού, γιατί το μυαλό μου δεν έχει ανάγκη από τον κατακλυσμό των διαφημίσεων για να σκεφτεί. Αφού τα δικά του χρώματα ξεγυμνώνουν όλη σας την αθλιότητα. Και με κλείσατε σ’ αυτό το ενυδρείο γιατί: Ε λοιπόν όχι! Δεν συμφωνώ με τον τρόπο που ζείτε, ούτε ζήλεψα που δεν είμαι σαν καμιά από τις γυναίκες σας –θλιβερό καρναβάλι. Όχι! Δεν θα ήθελα να είμαι μια τρυφερή ύπαρξη, με τα νάζια της και τα χαζοχαμόγελά της. Που θα στόλιζε το τραπέζι σας σε κάποιο ρεστοράν πολυτελείας το σαββατόβραδο, σαν συμπλήρωμα αναπόσπαστο σε αυτή τη φτιαχτή ατμόσφαιρα με το εξωτικό μενού και την τόσο ηλίθια και απαραίτητη διακριτική μουσική. Όχι! Δεν θα μου άρεσε να είμαι υποχρεωμένη να παριστάνω την ελκυστική και θλιμμένη, και συγχρόνως τη χαρούμενη και όλο εκπλήξεις, μετά την άμυαλη παιδούλα, κι ύστερα τη μητέρα και πουτάνα, ενώ συγχρόνως να ντρέπομαι ή να ευχαριστιέμαι με κάθε βρωμόλογο που θα ξεστομίζετε. Α! Να λοιπόν! Ένας ελαφρός θόρυβος. Ανοίγει η πόρτα. Μπαίνει ο δεσμοφύλακας, με κοιτάζει, δεν με βλέπει, είναι σαν μην υπάρχω. Σα να έγινα διαφανής. Δε λέει ούτε λέξη. Βγαίνει. Ξανακλείνει. Ξανά σιωπή. Κανένας δεν πρόκειται να ακούσει την κραυγή μου ούτε κανένα παράπονο μου. Όλα θα γίνουν σιωπηλά, με τακτ, για να μην χαλάσει ο μακάριος ύπνος των μακάριων κατοίκων αυτού του οργανωμένου κράτους. Κοιμήσου ήσυχα καλοζωισμένε και αποχαυνωμένε κόσμε της μεγάλης Γερμανίας. Και σεις από την υπόλοιπη Ευρώπη, οι υγιώς σκεπτόμενοι. Κοιμηθείτε ήσυχα σαν πεθαμένοι. Η κραυγή μου δεν θα σας ξυπνήσει. Δεν ξυπνούν ποτέ οι κάτοικοι ενός νεκροταφείου. Όσοι
αγανακτήσουν θα ξεσηκωθούν, είμαι σίγουρη. Θα είναι εκείνοι που δουλεύουν ολημερίς, εκείνοι που τους σακατεύετε σωματικά για να μην μπορούν να σκεφτούν, όλοι οι μετανάστες: τούρκοι, ισπανοί, έλληνες, άραβες κι όλοι οι άλλοι εξαθλιωμένοι και προδομένοι της Ευρώπης και μαζί με αυτούς και οι γυναίκες που δέχτηκαν την καταπίεση, τον εξευτελισμό και την εκμετάλλευση. Όλες αυτές θα μάθουν γιατί με κρατάτε εδώ μέσα και γιατί το κράτος σας θέλει να με δολοφονήσει σα μάγισσα του μεσαίωνα. Για σας την εξουσία υπάρχουν ακόμη και σήμερα μάγισσες που πρέπει να καθηλώνονται μπροστά στους αργαλειούς, στις μηχανές, στις πρέσες, τις γραμμές παραγωγής, μέσα στο θόρυβο και τις διαταγές. Και γκάπα γκουπ πρέσα, σφυρί, τρυπάνι, κινητήρας, καζάνια, φωνές και θόρυβος. Θόρυβος, φτάνει πια με τη σιωπή, πρέσα, σφυρί, τρυπάνι, καζάνια, αέριο και θόρυβο. Το αέριο, βγαίνει αέριο, εμετός αηδία. Η αλυσίδα της παραγωγής έχει το δικό της ρυθμό. Δεν υπάρχει πια χρόνος, μόνο ρυθμός. Ρυθμός. Σταματήστε τις μηχανές. Ησυχία. Τι υπέροχο πράγμα η σιωπή. Ευχαριστώ δεσμοφύλακες που μου χαρίσατε αυτή την απίθανη και σπάνια απόλαυση της σιωπής. Το απόλυτο. Τι απόλαυση για όλες μου τις αισθήσεις! Σα να μοιάζει να βρίσκομαι στον παράδεισο. Δεσμοφύλακες, δικαστικοί, κομματάρχες σας αγνοώ όλους. Δεν θα μπορέσετε να με βγάλετε από εδώ μέσα τρελή εκτός κι αν με σκοτώσετε. Μα το μυαλό μου θα είναι καθαρό, θα είμαι απόλυτα υγιής κι όλοι θα ξέρουν με σιγουριά ότι εσείς είστε οι δολοφόνοι, μια κυβέρνηση ένα κράτος δολοφόνων. Σας σκέφτομαι ήδη να προσπαθείτε να κρύψετε το πτώμα μου. Να απαγορεύεται την είσοδο στους δικηγόρους μου. Όχι την Ουρλίκε Μαϊνχοφ δεν μπορείτε να τη δείτε. Ναι! Ναι! Κρεμάστηκε. Όχι, όχι! Δεν θα είστε παρών στην αυτοψία. Κανένας. Μόνο οι ειδικοί του κράτους. Που έχουν ήδη έτοιμο το πόρισμα: η Μαϊνχοφ κρεμάστηκε. Όχι δεν υπάρχουν ίχνη στραγγαλισμού στο λαιμό της. Ούτε κυανωτικό χρώμα. Ναι υπάρχουν μελανιές από κακώσεις σε όλο της το σώμα. Ανοίξτε χώρο! Φύγετε! Μη βλέπετε! Απαγορεύεται η λήψη φωτογραφιών! Απαγορεύεται κάθε άλλη ιατροδικαστική έκθεση! Απαγορεύεται να εξεταστεί το σώμα μου! Απαγορεύεται! Ναι απαγορεύονται τα πάντα. Όμως ποτέ δεν θα μπορέσετε να απαγορεύσετε να γελάσουν ειρωνικά μπρος στις ηλίθιες φάτσες σας, για τη μεγάλη βλακεία σας. Την αιώνια βλακεία που δέρνει κάθε δολοφόνο. Βαρύς σαν το βουνό είναι ο θάνατος. Εκατομμύρια χέρια γυναικών σηκώνουν αυτό το βουνό και τώρα θα δώσουν μια να το γκρεμίσουν μονάχες τους. Με ένα ανατριχιαστικό χαμόγελο.





Κυριακή 29 Μαΐου 2011

Εμείς και εσείς


FUCK NORMALITY!
Μια αλήθεια που δυστυχώς πολλοί λίγοι άνθρωποι παραδέχονται .Κάτι που πολλοί λίγοι άνθρωποι κάνουν! Ποιος καθορίζει το νορμάλ, το κανονικό για όλους μας; Ποιος το ελέγχει και το αποφασίζει για όλους μας; ΚΑΝΕΝΑΣ! Επειδή πολύ απλά είναι υποκειμενικό για τον καθένας μας. Οι άνθρωποι κρίνουν τους άλλους από την "κανονική" τους εμφάνιση ή την  "νορμάλ" σεξουαλική ζωή τους ή τις «φυσιολογικές» τους θρησκευτικές πεποιθήσεις, γιατί όλα τα κρίνουν και ποτέ δεν δέχονται να κριθούν! Οπότε και εμείς τους λέμε: γ*μαμε την κανονικότητα σας και ζούμε αληθινά, χωρίς τα πρέπει και τα μη σας, γιατί είμαστε ο εαυτός μας, είμαστε αυτοί
που εμείς διαλέξαμε και εσείς αντιπαθείτε!

Παρασκευή 27 Μαΐου 2011

Αbsolut molotov


Μια εικόνα, χίλιες λέξεις, δύο-τρεις όμορφες σκέψεις, πιστεύουν όμως όλοι πραγματικά στις εξεγέρσεις;
Όλοι μας θέλουμε να μην ζούμε στο χάος τους, ο καθένας για τους δικούς τους λόγους, γνωστούς και μη, αποδεχτούς από τους άλλους ή όχι, ίδιους και διαφορετικούς. Πόσοι από εμάς αγωνίζονται πραγματικά για αυτό όμως, χωρίς ψέματα, ηλίθιες δικαιολογίες και ανούσιες κουβέντες; Σκέψου το!
Άντε στην υγεία μας! Cheers!

Πέμπτη 26 Μαΐου 2011

Εσωτερικός μονόλογος αλήθειας ή τρελές σκέψεις φυγής;


Το ένιωσα αλλά δεν ήθελα να το πιστέψω…φοβόμουν και μέσα μου έκλαιγα, η ψυχή μου έκλαιγε σαν μικρό παιδί. Τι είναι όμως ο φόβος;! Συναίσθημα της ζωής, συναίσθημα του θανάτου ή συναίσθημα και των δύο. Τελικά τι; Θα ζήσω τον φόβο για τη ζωή ή για το θάνατο, θα αντέξω ή θα χαθώ;
Ακόμα το αισθάνομαι αλλά όχι δεν θα το παραδεχτώ…φοβάμαι, ναι φοβάμαι να το παραδεχτώ! Γιατί; Δεν ξέρω γιατί, απλά φοβάμαι…και η ψυχή μου κλαίει και ουρλιάζει στο σκοτάδι της. Και τα συναισθήματα τι είναι τελικά;
 Να πάλι το νιώθω…τώρα όμως θέλω να γελάσω και η ψυχή μου να παίξει σαν παιδί, να γελάσω μέχρι να πονέσει το στομάχι μου και μετά θα αρχίσω πάλι να κλαίω, το ξέρω θα αρχίσω πάλι να κλαίω και η ψυχή μου θα βυθιστεί μέσα στη μιζέρια της και η γαλήνη της θα εξαφανιστεί  για άλλη μια φορά…
ΣΤΑΜΑΤΑ! Δεν θέλω να σκέφτομαι άλλο! Δεν θέλω να νιώθω άλλο! Δεν μου αρέσει αυτό! ΣΤΑΜΑΤΑ!ΠΟΝΑΩ!ΦΟΒΑΜΑΙ!
Καληνύχτα, θα ζήσω στο πουθενά και θα χαθώ στον αέρα.
Αντίο λευκέ μου θάνατε…

Παρασκευή 20 Μαΐου 2011

Ανεξέλεκτες ερωτήσεις

-Ελπίδα;
-Καμία.
-Έρωτας;
-Νεκρός.
-Σεβασμός;
-Ανύπαρκτος.
-Αγάπη;
-Μηδενική.
-Και τι μας έχει απομείνει;
-Το άδειο εγώ μας...
-Το άδειο εγώ μας;
-Ναι.
-Δεν θέλουμε όμως να το αλλάξουμε αυτό;
-Βλέπεις κάποιον που να θέλει;
-Εσένα...σωστά;
-Ξέρεις κάποιον που να είναι μαζί μου;
-Εμένα.
-Είσαι έτοιμη να το αλλάξεις αυτό όμως;
-Ναι.
-Φοβάσαι;
-Όχι.
-Ονειρεύεσαι;
-Ναι, πολύ.
-Και άμα μείνουμε ίδιοι και δεν αλλάξει τίποτα;
-Θα συνεχίσω να ονειρεύομαι.
-Τότε έλα μαζί μου στο ταξίδι μου.
-Που πας;
-Να αγγίξω την ουτοπία.

Τετάρτη 18 Μαΐου 2011

Εμπνευσμένη από τον Αντώνη Σαμαράκη

«Ζητείται ελπίς»
Μπήκε στην καφετέρια μόνος. Τα πρόσωπα γύρω του ήταν άγνωστα. Δεν τον ένοιαζε τόσο αυτό, όσο η αδιαφορία που ήταν ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους. Η ίδια αδιαφορία που έβλεπε κάθε μέρα σε χιλιάδες πρόσωπα, στη δουλειά, στο δρόμο, στη γειτονία του, η ίδια αδιαφορία παντού. Παρήγγειλε ένα καφέ και έκατσε σε ένα τραπέζι στη γωνία, όπου δεν καθόταν κάποιος άλλος σε κοντινό τραπέζι. Δεν ήθελε να βλέπει αυτήν την αδιαφορία. Άνοιξε ένα βιβλίο και άρχισε να διαβάζει. Μετά από λίγο ήρθε και ο καφές του.
     Διάβαζε και ξαφνικά κάτι του τράβηξε την προσοχή, κάτι άκουγε. Σήκωσε τον σκυμμένο κεφάλι του και κοίταξε την τηλεόραση. Ο σερβιτόρος άλλαζε κανάλια αλλά μόλις είδε το γεμάτο απορία πρόσωπό του, το άφησε σε εκείνο το κανάλι που τράβηξε την προσοχή του πελάτη του. Μια εκπομπή έδειχνε ένα κοσμικό ρεπορτάζ:
     «…και ναι χώρισαν… και ναι αγόρασε σπίτι στη Μύκονο…είναι πάλι έγκυος…είναι πάλι μαζί…»
     Ο σερβιτόρος μόλις είδε ότι έσκυβε πάλι το κεφάλι του και χωνόταν για μία ακόμα φορά μέσα στο βιβλίο του, άλλαξε πάλι κανάλι. Αυτή την φορά άκουσε:
     «Θάνατος εκατοντάδων ανθρώπων από το τσουνάμι…πιθανή και τρίτη έκρηξη στο εργοστάσιο… Στη Λιβύη βομβαρδισμοί για μία ακόμη εβδομάδα…» 
     Μετά από λίγο το κανάλι άλλαξε ξανά και στα αυτιά του έφτασε  μια κριτική για ένα τηλεσόου.
     «Μα τι είναι όλα αυτά που κάνουν; Παρακολουθούν και παιδιά!»
     «Μα δεν κάνουν κάτι κακό!» 
     «Τι μου λέτε; Πάτε καλά;»
     Σε λίγο δεν καταλάβαινε τι έλεγαν γιατί φώναζαν και μαλώνανε.
     Χώθηκε πάλι μέσα στο βιβλίο του, χωρίς να τον ενδιαφέρει πια ο κόσμος γύρω του. Συγκέντρωσε την προσοχή του εκεί που καταλάβαινε τι θέλουν να πούνε οι λέξεις και οι άνθρωποι που ζούσαν μέσα σε λίγες σελίδες. Εκεί που τα συναισθήματά του γινόντουσαν ένα με τα συναισθήματα του συγγραφέα και οι φράσεις γίνονται εικόνες στο μυαλό του.
     Λίγη ώρα μετά πήγε και έκατσε στο διπλανό τραπέζι η σερβιτόρα με μια εφημερίδα και άρχισε να διαβάζει δυνατά τις αγγελίες για να την ακούσει και ο συνάδελφόςτης. Κάτι πρέπει να έψαχνε αλλά διάβαζε πολλές και διάφορεςαγγελίες. Ό,τι τις τραβούσε την προσοχή.
     «Ζητείται ένοικος για 2άρι στο Παγκράτι, ημιώροφος…»
     «Ζητείται κοπέλα με πτυχίο στους υπολογιστές…»
     «Ζητείται πιάνο προς αγορά…»
     Απανωτά άκουγε τα "ζητείται, ζητείται, ζητείται" από μία γλυκιά και όμορφη φωνή που ήταν σαν μελωδία στα αυτιά του. Σκεφτόταν όλα αυτά τα «ζητείται». Σκεφτόταν όλα αυτά που γινόντουσαν γύρω του και στον πλανήτη του. Πόλεμοι, φτώχια, δυστυχία, θάνατοι αλλά όλοι τους ζητάνε και ζητάνε χωρίς να έχουν να δώσουν. Σκεφτόταν όλα αυτά και το βλέμμα του θόλωνε. Η κοπέλα τον παρατήρησε και του πήγε ένα ποτήρι νερό, γιατί της φάνηκε πως δεν αισθανόταν καλά. 
     Ένιωθε πως οι τοίχοι τον έπνιγαν και ο χώρος γινόταν όλο και πιο μικρός και στριμωχνόταν. Σηκώθηκε αργά και ήρεμα και πήγε στην τουαλέτα, έριξε λίγο νερό στο πρόσωπο του και έβρεξε τα μαλλιά του. Όταν γύρισε, η κοπέλα τον ρώτησε αν ήταν καλά και αυτός της απάντησε θετικά και την ευχαρίστησε. Έκατσε και κοίταξε προς το παράθυρο.     
     Είχε νυχτώσει και τα πρόσωπα όλο αδιαφορία έφευγαν και ερχόντουσαν άλλα. Τόσο διαφορετικά μεταξύ τους αλλά και τόσο ίδια ταυτόχρονα. Κοίταξε το ρολόι και παρατήρησε τους δείχτες του. Προχωρούσαν τόσο αργά και η σκέψη του χρόνου τον τρέλαινε, ήθελε να μην υπήρχε, να μην υφίσταται, να κυλούσε και οι άνθρωποι να μην το καταλάβαιναν και οι πληγές τους να έκλειναν χωρίς τη βοήθειά του και οι δυνάμεις του να μη νικούσαν τους ανθρώπους.
     Μετά άκουσε αυτή την όμορφη φωνή πάλι να λέει στον σερβιτόρο πως θα πάει αύριο να βάλει αγγελία μήπως και βρει παιδάκια να τους κάνει ιδιαίτερο, γιατί δεν άντεχε άλλο και ήθελε να «ξυπνήσει» επιτέλους και να πάρει τη ζωή της στα χέρια της.
     Σκεφτόταν τον χρόνο, τη λύπη, την αδιαφορία, τον εξευτελισμό της χώρας του, σκεφτόταν την αλήθεια και το ψέμα που επέλεξε να ζήσει στη ζωή του, τη ζωή του και όλα όσα δεν έμαθε και δεν δίδαξε ποτέ στους ανθρώπους, αφήνοντάς τους να πιστεύουν όποια αλήθεια τους συνέφερε.
     Πήρε ένα χαρτί και ένα στυλό από την τσάντα του και κάτι έγραψε. Έγραψε και κάτι στην πρώτη σελίδα του βιβλίου. Ύστερα σηκώθηκε και προχώρησε με βαρύ βήμα, κοίταξε γύρω του, βγήκε από την πόρτα και χάθηκε στο σκοτάδι με ένα πικρό χαμόγελο.
     Η κοπέλα πήγε να μαζέψει το τραπέζι που καθόταν, πήρε τα λεφτά που είχε αφήσει, είδε το χαρτί, το πήρε και το διάβασε: «Ζητείται ελπίς.» Αυτό έγραφε μαζί με το όνομά του, τη διεύθυνσή του και δυο λόγια που παρακαλούσαν την κοπέλα όταν πάει στην εφημερίδα για τη δική της αγγελία να δώσει και τη δική του. Είχε αφήσει και το βιβλίο που διάβαζε. Ήταν το «Άκου Ανθρωπάκο» του Wilhelm Reich. Η κοπέλα το ξεφύλλισε και είδε και τι είχε γράψει ο πελάτης στην πρώτη σελίδα:
     «Μην ξυπνάς αυτούς που ονειρεύονται αλλά αυτούς που κοιμούνται.»
     Χαμογέλασε, κοίταξε προς την πόρτα και τα μάτια της ομόρφυναν. Κάτι σκεφτόταν, κανείς όμως δεν ξέρει τι!