Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τετάρτη 18 Μαΐου 2011

Εμπνευσμένη από τον Αντώνη Σαμαράκη

«Ζητείται ελπίς»
Μπήκε στην καφετέρια μόνος. Τα πρόσωπα γύρω του ήταν άγνωστα. Δεν τον ένοιαζε τόσο αυτό, όσο η αδιαφορία που ήταν ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους. Η ίδια αδιαφορία που έβλεπε κάθε μέρα σε χιλιάδες πρόσωπα, στη δουλειά, στο δρόμο, στη γειτονία του, η ίδια αδιαφορία παντού. Παρήγγειλε ένα καφέ και έκατσε σε ένα τραπέζι στη γωνία, όπου δεν καθόταν κάποιος άλλος σε κοντινό τραπέζι. Δεν ήθελε να βλέπει αυτήν την αδιαφορία. Άνοιξε ένα βιβλίο και άρχισε να διαβάζει. Μετά από λίγο ήρθε και ο καφές του.
     Διάβαζε και ξαφνικά κάτι του τράβηξε την προσοχή, κάτι άκουγε. Σήκωσε τον σκυμμένο κεφάλι του και κοίταξε την τηλεόραση. Ο σερβιτόρος άλλαζε κανάλια αλλά μόλις είδε το γεμάτο απορία πρόσωπό του, το άφησε σε εκείνο το κανάλι που τράβηξε την προσοχή του πελάτη του. Μια εκπομπή έδειχνε ένα κοσμικό ρεπορτάζ:
     «…και ναι χώρισαν… και ναι αγόρασε σπίτι στη Μύκονο…είναι πάλι έγκυος…είναι πάλι μαζί…»
     Ο σερβιτόρος μόλις είδε ότι έσκυβε πάλι το κεφάλι του και χωνόταν για μία ακόμα φορά μέσα στο βιβλίο του, άλλαξε πάλι κανάλι. Αυτή την φορά άκουσε:
     «Θάνατος εκατοντάδων ανθρώπων από το τσουνάμι…πιθανή και τρίτη έκρηξη στο εργοστάσιο… Στη Λιβύη βομβαρδισμοί για μία ακόμη εβδομάδα…» 
     Μετά από λίγο το κανάλι άλλαξε ξανά και στα αυτιά του έφτασε  μια κριτική για ένα τηλεσόου.
     «Μα τι είναι όλα αυτά που κάνουν; Παρακολουθούν και παιδιά!»
     «Μα δεν κάνουν κάτι κακό!» 
     «Τι μου λέτε; Πάτε καλά;»
     Σε λίγο δεν καταλάβαινε τι έλεγαν γιατί φώναζαν και μαλώνανε.
     Χώθηκε πάλι μέσα στο βιβλίο του, χωρίς να τον ενδιαφέρει πια ο κόσμος γύρω του. Συγκέντρωσε την προσοχή του εκεί που καταλάβαινε τι θέλουν να πούνε οι λέξεις και οι άνθρωποι που ζούσαν μέσα σε λίγες σελίδες. Εκεί που τα συναισθήματά του γινόντουσαν ένα με τα συναισθήματα του συγγραφέα και οι φράσεις γίνονται εικόνες στο μυαλό του.
     Λίγη ώρα μετά πήγε και έκατσε στο διπλανό τραπέζι η σερβιτόρα με μια εφημερίδα και άρχισε να διαβάζει δυνατά τις αγγελίες για να την ακούσει και ο συνάδελφόςτης. Κάτι πρέπει να έψαχνε αλλά διάβαζε πολλές και διάφορεςαγγελίες. Ό,τι τις τραβούσε την προσοχή.
     «Ζητείται ένοικος για 2άρι στο Παγκράτι, ημιώροφος…»
     «Ζητείται κοπέλα με πτυχίο στους υπολογιστές…»
     «Ζητείται πιάνο προς αγορά…»
     Απανωτά άκουγε τα "ζητείται, ζητείται, ζητείται" από μία γλυκιά και όμορφη φωνή που ήταν σαν μελωδία στα αυτιά του. Σκεφτόταν όλα αυτά τα «ζητείται». Σκεφτόταν όλα αυτά που γινόντουσαν γύρω του και στον πλανήτη του. Πόλεμοι, φτώχια, δυστυχία, θάνατοι αλλά όλοι τους ζητάνε και ζητάνε χωρίς να έχουν να δώσουν. Σκεφτόταν όλα αυτά και το βλέμμα του θόλωνε. Η κοπέλα τον παρατήρησε και του πήγε ένα ποτήρι νερό, γιατί της φάνηκε πως δεν αισθανόταν καλά. 
     Ένιωθε πως οι τοίχοι τον έπνιγαν και ο χώρος γινόταν όλο και πιο μικρός και στριμωχνόταν. Σηκώθηκε αργά και ήρεμα και πήγε στην τουαλέτα, έριξε λίγο νερό στο πρόσωπο του και έβρεξε τα μαλλιά του. Όταν γύρισε, η κοπέλα τον ρώτησε αν ήταν καλά και αυτός της απάντησε θετικά και την ευχαρίστησε. Έκατσε και κοίταξε προς το παράθυρο.     
     Είχε νυχτώσει και τα πρόσωπα όλο αδιαφορία έφευγαν και ερχόντουσαν άλλα. Τόσο διαφορετικά μεταξύ τους αλλά και τόσο ίδια ταυτόχρονα. Κοίταξε το ρολόι και παρατήρησε τους δείχτες του. Προχωρούσαν τόσο αργά και η σκέψη του χρόνου τον τρέλαινε, ήθελε να μην υπήρχε, να μην υφίσταται, να κυλούσε και οι άνθρωποι να μην το καταλάβαιναν και οι πληγές τους να έκλειναν χωρίς τη βοήθειά του και οι δυνάμεις του να μη νικούσαν τους ανθρώπους.
     Μετά άκουσε αυτή την όμορφη φωνή πάλι να λέει στον σερβιτόρο πως θα πάει αύριο να βάλει αγγελία μήπως και βρει παιδάκια να τους κάνει ιδιαίτερο, γιατί δεν άντεχε άλλο και ήθελε να «ξυπνήσει» επιτέλους και να πάρει τη ζωή της στα χέρια της.
     Σκεφτόταν τον χρόνο, τη λύπη, την αδιαφορία, τον εξευτελισμό της χώρας του, σκεφτόταν την αλήθεια και το ψέμα που επέλεξε να ζήσει στη ζωή του, τη ζωή του και όλα όσα δεν έμαθε και δεν δίδαξε ποτέ στους ανθρώπους, αφήνοντάς τους να πιστεύουν όποια αλήθεια τους συνέφερε.
     Πήρε ένα χαρτί και ένα στυλό από την τσάντα του και κάτι έγραψε. Έγραψε και κάτι στην πρώτη σελίδα του βιβλίου. Ύστερα σηκώθηκε και προχώρησε με βαρύ βήμα, κοίταξε γύρω του, βγήκε από την πόρτα και χάθηκε στο σκοτάδι με ένα πικρό χαμόγελο.
     Η κοπέλα πήγε να μαζέψει το τραπέζι που καθόταν, πήρε τα λεφτά που είχε αφήσει, είδε το χαρτί, το πήρε και το διάβασε: «Ζητείται ελπίς.» Αυτό έγραφε μαζί με το όνομά του, τη διεύθυνσή του και δυο λόγια που παρακαλούσαν την κοπέλα όταν πάει στην εφημερίδα για τη δική της αγγελία να δώσει και τη δική του. Είχε αφήσει και το βιβλίο που διάβαζε. Ήταν το «Άκου Ανθρωπάκο» του Wilhelm Reich. Η κοπέλα το ξεφύλλισε και είδε και τι είχε γράψει ο πελάτης στην πρώτη σελίδα:
     «Μην ξυπνάς αυτούς που ονειρεύονται αλλά αυτούς που κοιμούνται.»
     Χαμογέλασε, κοίταξε προς την πόρτα και τα μάτια της ομόρφυναν. Κάτι σκεφτόταν, κανείς όμως δεν ξέρει τι!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου