Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2011

The Raven - Edgar Allan Poe

Once upon a midnight dreary, while I pondered weak and weary, Over many a quaint and curious volume of forgotten lore, While I nodded, nearly napping, suddenly there came a tapping, As of some one gently rapping, rapping at my chamber door. `'Tis some visitor,' I muttered, `tapping at my chamber door - Only this, and nothing more.'

Ah, distinctly I remember it was in the bleak December, And each separate dying ember wrought its ghost upon the floor. Eagerly I wished the morrow; - vainly I had sought to borrow From my books surcease of sorrow - sorrow for the lost Lenore - For the rare and radiant maiden whom the angels named Lenore - Nameless here for evermore.

And the silken sad uncertain rustling of each purple curtain Thrilled me - filled me with fantastic terrors never felt before; So that now, to still the beating of my heart, I stood repeating `'Tis some visitor entreating entrance at my chamber door - Some late visitor entreating entrance at my chamber door; - This it is, and nothing more,'

Presently my soul grew stronger; hesitating then no longer, `Sir,' said I, `or Madam, truly your forgiveness I implore; But the fact is I was napping, and so gently you came rapping, And so faintly you came tapping, tapping at my chamber door, That I scarce was sure I heard you' - here I opened wide the door; - Darkness there, and nothing more.

Deep into that darkness peering, long I stood there wondering, fearing, Doubting, dreaming dreams no mortal ever dared to dream before But the silence was unbroken, and the darkness gave no token, And the only word there spoken was the whispered word, `Lenore!' This I whispered, and an echo murmured back the word, `Lenore!' Merely this and nothing more.
Back into the chamber turning, all my soul within me burning, Soon again I heard a tapping somewhat louder than before. `Surely,' said I, `surely that is something at my window lattice; Let me see then, what thereat is, and this mystery explore - Let my heart be still a moment and this mystery explore; - 'Tis the wind and nothing more!'

Open here I flung the shutter, when, with many a flirt and flutter, In there stepped a stately raven of the saintly days of yore. Not the least obeisance made he; not a minute stopped or stayed he; But, with mien of lord or lady, perched above my chamber door - Perched upon a bust of Pallas just above my chamber door - Perched, and sat, and nothing more.

Then this ebony bird beguiling my sad fancy into smiling, By the grave and stern decorum of the countenance it wore, `Though thy crest be shorn and shaven, thou,' I said, `art sure no craven. Ghastly grim and ancient raven wandering from the nightly shore - Tell me what thy lordly name is on the Night's Plutonian shore!' Quoth the raven, `Nevermore.'

Much I marvelled this ungainly fowl to hear discourse so plainly, Though its answer little meaning - little relevancy bore; For we cannot help agreeing that no living human being Ever yet was blessed with seeing bird above his chamber door - Bird or beast above the sculptured bust above his chamber door, With such name as `Nevermore.'
But the raven, sitting lonely on the placid bust, spoke only, That one word, as if his soul in that one word he did outpour. Nothing further then he uttered - not a feather then he fluttered - Till I scarcely more than muttered `Other friends have flown before - On the morrow will he leave me, as my hopes have flown before.' Then the bird said, `Nevermore.'
Startled at the stillness broken by reply so aptly spoken, `Doubtless,' said I, `what it utters is its only stock and store, Caught from some unhappy master whom unmerciful disaster Followed fast and followed faster till his songs one burden bore - Till the dirges of his hope that melancholy burden bore Of "Never-nevermore."'

But the raven still beguiling all my sad soul into smiling, Straight I wheeled a cushioned seat in front of bird and bust and door; Then, upon the velvet sinking, I betook myself to linking Fancy unto fancy, thinking what this ominous bird of yore - What this grim, ungainly, gaunt, and ominous bird of yore Meant in croaking `Nevermore.'

This I sat engaged in guessing, but no syllable expressing To the fowl whose fiery eyes now burned into my bosom's core; This and more I sat divining, with my head at ease reclining On the cushion's velvet lining that the lamp-light gloated o'er, But whose velvet violet lining with the lamp-light gloating o'er, She shall press, ah, nevermore!

Then, methought, the air grew denser, perfumed from an unseen censer Swung by Seraphim whose foot-falls tinkled on the tufted floor. `Wretch,' I cried, `thy God hath lent thee - by these angels he has sent thee Respite - respite and nepenthe from thy memories of Lenore! Quaff, oh quaff this kind nepenthe, and forget this lost Lenore!' Quoth the raven, `Nevermore.'

`Prophet!' said I, `thing of evil! - prophet still, if bird or devil! - Whether tempter sent, or whether tempest tossed thee here ashore, Desolate yet all undaunted, on this desert land enchanted - On this home by horror haunted - tell me truly, I implore - Is there - is there balm in Gilead? - tell me - tell me, I implore!' Quoth the raven, `Nevermore.'

`Prophet!' said I, `thing of evil! - prophet still, if bird or devil! By that Heaven that bends above us - by that God we both adore - Tell this soul with sorrow laden if, within the distant Aidenn, It shall clasp a sainted maiden whom the angels named Lenore - Clasp a rare and radiant maiden, whom the angels named Lenore?' Quoth the raven, `Nevermore.'

`Be that word our sign of parting, bird or fiend!' I shrieked upstarting - `Get thee back into the tempest and the Night's Plutonian shore! Leave no black plume as a token of that lie thy soul hath spoken! Leave my loneliness unbroken! - quit the bust above my door! Take thy beak from out my heart, and take thy form from off my door!' Quoth the raven, `Nevermore.'

And the raven, never flitting, still is sitting, still is sitting On the pallid bust of Pallas just above my chamber door; And his eyes have all the seeming of a demon's that is dreaming, And the lamp-light o'er him streaming throws his shadow on the floor; And my soul from out that shadow that lies floating on the floor Shall be lifted - nevermore!

Κάποιοι πεθαίνουν απλά για να ζήσουν.

"Εγώ ζω αυτοκτονώντας". Κάποτε το έγραψε ο Άσιμος, κάποτε το συνειδητοποίησα για τον εαυτό μου. Ναι, εγώ ζω αυτοκτωνόντας.
Ξέρω, αυτό πληγώνει. Ξέρω, αυτό πονάει. Ξέρω αυτό σου κόβει την ανάσα όταν προσπαθείς απεγνωσμένα να αναπνεύσεις. Ξέρω, αυτό σε σκοτώνει σταδιακά. Αλλά κι αυτό είναι που σου κλείνει σιγά σιγά τις πληγές. Αυτό είναι που όταν αποφασίζεις να σταματήσεις να αναπνέεις, σου δίνει το κουράγιο να πάρεις μια ανάσα ξανά κι ας είναι η τελευταία. Αυτό είναι που σου δίνει τις πιο έντονες στιγμές της ζωής σου.Αυτό σε κάνει να ζεις κι ας πεθαίνεις.
Για αυτό έμεινα εδώ. Βάζω εμένα και το μυαλό μου σε ένα παιχνίδι θανάτου και το διασκεδάζω. Όταν νιώθω πως δεν αντέχω άλλο, με σκοτώνω ακαριαία και απότομα. Έτσι, αισθάνομαι τον πόνο να τυλίγει όλο μου το κορμί σαν σεντόνι μια δροσερή νύχτα του καλοκαιριού. Και μετά φεύγω. Όταν σηκώσω όλα μου τα κομμάτια, τα βάλω σε μια τάξη αταξίας, φεύγω. Έτσι κερδίζω τις μικρές μου αιωνιότητες. Έτσι κερδίζω την αθανασία μου.
Αυτό έκανα και με εσένα. Το σώμα μου σε ήθελε, σε έψαχνε παντού.Δεν ξέρω τι φταίει και σε ήθελε τόσο. Ίσως το μυαλό μου. Λένε πως ότι ποθεί το κορμί, τα φταίει το κεφάλι.
Σε είδα να κάθεσαι πάνω από το "νεκρό" μου κορμί και να με κοιτάς. Ποτέ μου δεν κατάλαβα τι ήθελαν να μου πουν τα μάτια σου. Ήταν ανάμεσα στο χάσμα της αγάπης και του μίσους. Σηκώθηκα, κάρφωσα το βλέμμα μου μέσα στα μάτια σου, έκατσα απέναντι σου και είπα ψιθυριστά στον εαυτό μου "Δεν γαμιέται, τελευταίο τσιγάρο και έφυγα."

Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2011

Προσωπικός μονόλογος.

Δεν ξέρω πως φτάσαμε ως εδώ, γιατί φτάσαμε ως εδώ και πότε ξεκίνησαν όλα αυτά. Είναι περίεργο αυτό το συναίσθημα. Το συναίσθημα "του μίσους και της αγάπης".
Θέλω να έρθεις, να με αρπάξεις και να φύγουμε μαζί. Να με πάρεις μια μεγάλη αγκαλιά, απλά να νιώθω την ανάσα σου στο κεφάλι μου, τίποτα άλλο. Θέλω να πάμε στην πλατεία, κατά τις 8 που οι πρωινοί φεύγουν και οι βραδινοί δεν έχουν έρθει ακόμα, είναι ήσυχα, να κάτσουμε στο παγκάκι και να σου χαμογελάω, χωρίς να μιλάμε.
Τα σκέφτομαι αυτά, πολύ συχνά και σου στέλνω. Σου στέλνω μια σκέψη μου, μπλεγμένη με συναισθήματα και τρέλες της στιγμής, και όλο αυτό καταλήγει σε μια συζήτηση, με λέξεις που ήθελαν καιρό να βγουν από μέσα μας αλλά φοβόμασταν μήπως πληγώσουμε την σιωπή μας ή πληγώσουμε τον εγωισμό μας.
Ίσως το διαβάσεις, ίσως πάλι όχι. Ίσως είναι η αφορμή για μια ακόμη τέτοια συζήτηση, ίσως η αφορμή για μια ακόμη σιωπή. Όπως και να έχει, θέλω να ξέρεις πως σε σκέφτομαι συχνά. Μερικές φορές όταν συζητάμε για εμάς δεν ξέρω τι λέω και αυτές οι ανεξήγητες,αδιευκρίνιστες, ανακριβείς κουβέντες μου σε πειράζουν ή σε πληγώνουν, για αυτό συγγνώμη αν και δεν σου αρέσει να σου λένε συγγνώμη. Έχω πολλά ακόμα να σου πω. Δεν μπορώ να βάλω μια σειρά. Θα περιμένω την επόμενη έκρηξη μου για να σε κάψω με τις κουβέντες μου και να μου επιτεθείς με την βουβή σιωπή σου.
Δεν ξέρω που πάω,δεν ξέρω γιατί πάω εκεί, αλλά ξέρω τον δρόμο. Θα με συνοδεύσεις στο ταξίδι μου;

Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2011

Ανώνυμα συναισθήματα.


Τα εσωτερικά ερεθίσματα είναι αυτά που μετράνε.
Όλοι μας έχουμε πολλούς εαυτούς. Όλοι μας δείχνουμε και έναν διαφορετικό εαυτό σε κάθε περίσταση. Όχι, δεν είναι κάτι ψεύτικο αυτό. Είμαστε πολύπλευροι, πολύπλοκοι, πολύ-όμορφοι. Ναι, όλοι μας είμαστε όμορφοι. Λίγα πράγματα στην ζωή είναι άσχημα. Ακόμα και τα άσχημα πράγματα κάποτε υπήρξαν ή θα υπάρξουν όμορφα, γιατί όλοι έχουμε σχήμα.
Όλοι μας οι εαυτοί, κρύβονται μέσα μας. Δέχονται τα ίδια ερεθίσματα, βιώνουν τους ίδιους εσωτερικούς πολέμους μεταξύ των δαιμόνων μας, πονάνε το ίδιο, αγαπάνε το ίδιο. Απλά ο καθένας τους φοράει διαφορετική “μάσκα”.
Ναι, λένε πάντα την αλήθεια, με διαφορετικό τρόπο ο καθένας. Λένε την ίδια αλήθεια με διαφορετικά λόγια, διαφορετική σιωπή, διαφορετικά λάθη, διαφορετικές πράξεις.
Άμα παρατηρήσεις κάποιον, που αλλάζει συχνά εαυτούς, γιατί δεν ξέρει πως να σου φερθεί, θα καταλάβεις πως οι εαυτοί αυτοί, θέλουν να σου πουν το ίδιο πράγμα. Κοίταξε τον βαθιά στα μάτια, με ένα ζεστό βλέμμα, πιάσε του το χέρι σφιχτά και χαμογέλασε του. Τότε θα καταλάβει πως μέσα στην αγκαλιά σου κρύβεται το άπειρο.

Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2011

Date a girl who reads - Rosemarie Urquico


Φτιάξτα μ’ ένα κορίτσι που διαβάζει. Αγάπησε ένα κορίτσι που ξοδεύει τα λεφτά του σε βιβλία αντί σε ρούχα. Που έχει πρόβλημα χώρου στη ντουλάπα της επειδή έχει πολλά βιβλία. Φτιάξτα με ένα κορίτσι που έχει λίστες με βιβλία που θέλει να διαβάσει, που έχει κάρτα δανειστικής βιβλιοθήκης από όταν ήταν 12 χρονών.Βρες ένα κορίτσι που διαβάζει. Θα το καταλάβεις από το ότι πάντα θα έχει ένα αδιάβαστο βιβλίο στην τσάντα της. Είναι αυτή που κοιτάζει γλυκά ανάμεσα στα ράφια του βιβλιοπωλείου, αυτή που ξεφωνίζει χαμηλόφωνα όταν βρει το βιβλίο που έψαχνε. Βλέπεις την παράξενη κοπέλα που μυρίζει τις σελίδες ενός παλιού βιβλίου σ’ ένα βιβλιοπωλείο “από δεύτερο χέρι”; Αυτή είναι που διαβάζει. Δεν μπορεί ποτέ να αντισταθεί στη μυρωδιά των σελίδων, ιδίως όταν είναι κιτρινισμένες.
Είναι το κορίτσι που διαβάζει ενώ κάθεται περιμένοντας στο γωνιακό καφέ. Αν ρίξεις μια ματιά στην κούπα της, το γάλα ξεχειλίζει, γιατί είναι ήδη πολύ απορροφημένη.
Χαμένη στον κόσμο που φτιάχνει ο συγγραφέας.
Κάθησε δίπλα της. Μπορεί να σου ρίξει ένα βλέμμα, σαν όλα τα κορίτσια που δεν τους αρέσει να τα διακόπτουν.
Ρώτα την αν της αρέσει το βιβλίο.
Κέρασε
την ακόμη μια κούπα καφέ.
Πες της τη γνώμη σου για τον Μουρακάμι. Μάθε αν διάβασε το πρώτο κεφάλαιο από τον Άρχοντα των Δακτυλιδιών. Να ξέρεις ότι αν πει ότι κατάλαβε τον Οδυσσέα του Τζόυς, θα είναι απλά για να σου φανεί έξυπνη. Ρώτα την αν της άρεσε η Αλίκη στη Χώρα των θαυμάτων, ή αν θα ήθελε να είναι η Αλίκη.
Είναι εύκολο να βγαίνεις μ’ ένα κορίτσι που διαβάζει. Χάριζε της βιβλία για τα γενέθλιά της, για τα Χριστούγεννα και για τις επετείους σας. Χάριζε της το δώρο των λέξεων, στην ποίηση, στα τραγούδια. Χάρισέ της Νερούδα, Πάουντ, Σέξτον, Κάμινγκς. Δώσε της να καταλάβει ότι ξέρεις πως οι λέξεις είναι αγάπη. Να ξέρεις ότι κι αυτή ξέρει τη διαφορά ανάμεσα στα βιβλία και στην πραγματικότητα, αλλά -για όνομα του θεού-, θα προσπαθήσει να κάνει τη ζωή της λιγάκι σαν το αγαπημένο της βιβλίο. Δεν θα είναι δικό σου το φταίξιμο αν το κάνει.
Πρέπει να κάνει μια προσπάθεια, κατά κάποιο τρόπο.
Πες της ψέματα. Αν ξέρει από συντακτικό, θα καταλάβει ότι ήταν ανάγκη να πεις ψέματα. Πίσω από τις λέξεις έχει άλλα πράγματα: κίνητρα, αξίες, αποχρώσεις, διαλόγους. Δεν είναι δα και το τέλος του κόσμου.Χώρισε μαζί της. Γιατί ένα κορίτσι που διαβάζει, ξέρει ότι η αποτυχία πάντα οδηγεί στην κλιμάκωση. Καταλαβαίνει ότι όλα τα πράγματα έχουν ένα τέλος. Ότι σε κάθε περίπτωση, μπορεί πάντα, μετά να υπάρχει μια συνέχεια. Ότι μπορείς να αρχίσεις ξανά και ξανά, και να παραμείνεις ο ήρωας. Ότι η ζωή είναι πιθανό να έχει ένα παλιάνθρωπο, ή μπορεί και δύο.
Γιατί να φοβάσαι όλα όσα δεν είσαι;
Τα κορίτσια που διαβάζουν, καταλαβαίνουν ότι οι άνθρωποι, σαν τους χαρακτήρες, αναπτύσσονται. Εκτός από αυτούς στις σειρές Twilight.Αν βρεις ένα κορίτσι που διαβάζει, κράτα το από κοντά. Όταν τη βρεις ξύπνια στις δύο τη νύχτα, να σφίγγει ένα βιβλίο στο στήθος της και να κλαψουρίζει, φτιάξε της ένα φλιτζάνι τσάι και κράτα την στην αγκαλιά σου. Μπορεί να την χάσεις για καμιά δύο ώρες, αλλά πάντα θα έρχεται πίσω σε σένα. Θα μιλάει για τους χαρακτήρες του βιβλίου σαν να είναι αληθινοί, και η αλήθεια είναι ότι για λίγο, πάντα είναι.
Θα της κάνεις πρόταση μέσα σ’ ένα αερόστατο, ή σε
μια ροκ συναυλία. Ή, πολύ απλά, την επόμενη φορά που θα είναι άρρωστη, από το τηλέφωνο.
Θα χαμογελάς τόσο δυνατά που θα απορείς γιατί η καρδιά σου δεν έχει σπάσει και γεμίσει με αίματα όλο τον κόσμο, ακόμη.
Θα γράψεις την ιστορία της ζωής σας, θα κάνετε παιδιά με περίεργα ονόματα και ακόμη πιο περίεργες συνήθειες. Θα συστήνει τα παιδιά σας στον Παπουτσωμένο Γάτο και στον Ασλαν, κι όλα αυτά μέσα στην ίδια μέρα. Θα περπατάτε στα γεράματα, τους χειμώνες, μαζί και θα απαγγέλλει Κητς με κομμένη την ανάσα, ενώ εσύ θα τινάζεις το χιόνι από τις μπότες της.Φτιάξτα μ’ ένα κορίτσι που διαβάζει γιατί σου αξίζει. Αξίζεις ένα κορίτσι που μπορεί να σου δώσει την πιο χρωματιστή ζωή που μπορείς να φανταστείς. Αν το μόνο που μπορείς να της δώσεις είναι μονοτονία, μπαγιάτικες ώρες και μισοψημένες προτάσεις, τότε καλύτερα μείνε μόνος. Αν θέλεις τον κόσμο, και τους κόσμους πέρα απ’ αυτόν, τότε βρες ένα κορίτσι που διαβάζει.
Ή, ακόμα καλύτερα, βρες ένα κορίτσι που γράφει.

Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2011

Τίποτα δεν είναι εύκολο.

Δεν συμπαθώ εύκολα, δεν συγχωρώ εύκολα, δεν αφήνω άτομα να με γνωρίσουν εύκολα, δεν αγαπάω εύκολα, δεν μιλάω εύκολα, δεν ερωτεύομαι εύκολα.Όταν λοιπόν γίνει κάτι από αυτά, φοβάμαι εύκολα.Φοβάμαι μην χάσω κάτι, μην χάσω κάποιον, μην χάσω τον εαυτό μου.Γιατί ο μεγαλύτερος μου φόβος ήταν, είναι και θα είναι ο εαυτός μου.Μερικές φορές δεν τα κάνω όλα αυτά "εύκολα" για να μην πληγώσω κάποιον πρακτικά, σωματικά, ιδεολογικά, συναισθηματικά.
Ξέρεις και κάτι άλλο; Δεν με τρομάζει η ιδέα του "εύκολα", με τρομάζει η ιδέα του "δύσκολα". Περίεργο ε; Περίεργο που κάποιος σαν εμένα να τα κάνει όλα δύσκολα και τρομάζει από την ιδέα αυτή;
Να σου πω και ένα άλλο μυστικό; Δεν με νοίαζουν οι γύρω, ο κόσμος, τα λόγια τους και τα περίεργα βλέμματα τους. Το να ζεις με την ιδέα του "δύσκολα" είναι προϋπόθεση του να είσαι διαφορετικός. Ή μήπως πληγωμένος;Μην απαντάς δεν χρειάζεται, εξάλλου αξίζει να αγαπάς αυτούς που πήγαν κόντρα στον φλογερό εαυτό τους.