Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρασκευή 13 Ιουλίου 2012

Μονόλογος

  Κάτι καταθλιπτικό. Κάτι άσχημο. Κάτι χαρούμενο. Κάτι όμορφο. Κάτι τέτοιο ήσουνα. Κάτι τέτοιο είσαι. Κάτι τέτοιο θα μείνεις.
  Μήπως να φύγουμε; Και που να πάμε; Ε να φύγουμε. Αλλά για που; Προς τα που; Ναι ξέρω είναι δύσκολο. Θέλει και λεφτά. Ποιος τα χέζει τα λεφτά, θάρρος θέλει. Θάρρος και θράσος. Για να φτύσεις τους πάντες και τα πάντα στα μούτρα, να τους ρίξεις δυο-τρία καντήλια και να φύγεις χωρίς να τους κοιτάξεις καθώς κάθονται με τα μάτια τους καρφωμένα στην πλάτη σου και τα στόματα ανοιχτά.
  Τέλος τα σκατά για σήμερα, για αύριο, για μεθαύριο, για τις υπόλοιπες μέρες. Τέλος. Τίποτα άλλο πια. Θα καθόμαστε μαζί και θα κοιτάμε το ταβάνι αν είναι, αλλά όχι άλλα σκατά.  Ή ακόμα καλύτερα, θα καθόμαστε και θα κοιτάμε το ταβάνι ενώ ακούμε μουσική και δε θα μιλάμε. Αυτό. Αυτό ναι, είναι ευτυχία.
  Ο Bukowski είχε πει κάποτε “Αν έχεις χάσει την ψυχή σου και το ξέρεις, τότε έχει μείνει λίγη ακόμα ψυχή για να χάσεις.”. Εγώ που νιώθω κενή την ψυχή μου; Θα ήταν καλύτερο να την είχα χάσει τελίως ή είναι καλύτερα τώρα; Που είναι άδεια; Άδεια είναι αλλά δεν χωράει τίποτα μέσα της. Γιατί δεν χωράει τίποτα; Όλα τα πράγματα του κόσμου είναι τόσο μεγάλα; Μπα, μάλλον η ψυχή μου έχει γίνει πολύ μικρή. Γι' αυτό σου λέω πάμε να φύγουμε, να ακούσουμε μουσική σε ένα μικρό δωμάτιο και να κοιτάμε το ταβάνι. Αυτό θα γεμίσει την ψυχή μου ή μάλλον θα την μεγαλώσει.
  Θα φύγουμε; Θα φύγουμε. Κάτσε, κάτσε εαυτέ μου τελιώνω το τσιγάρο και φεύγουμε,. Το δωμάτιο. Η μουσική. Το ταβάνι. Μας περίμενουν.

Πέμπτη 31 Μαΐου 2012

Διάλογος Ι


- Γεια.
- Γεια.
- Να κάτσω;
- Κάτσε. Δεν μου ανήκει το παγκάκι.
- Πως σε λένε;
- Α.
- Εμένα Γ. Χάρηκα.
- Θα δείξει.
- Συγγνώμη;
- Λέω θα το δεις στην πορεία αν χάρηκες πραγματικά.
- Χαχα.
- ...
- Τι κάνεις εδώ;
- Δεν ξέρω.
- Περιμένεις κάτι;
- Ναι.
- Τι;
- Δεν ξέρω.
- Χαχ, από δω είσαι;
- Όχι, από Αθήνα.
- Και πως βρέθηκες εδώ;
- Χαχ, δεν ξέρω.
- Χαμένη τύπισσα;
- Χρόνια τώρα.
- Θες να πάμε μια βόλτα;
- Εσύ θες;
- Ε ναι.
- Νομίζω έρχεται αυτό που περιμένω.
- Και τι είναι;
- Δεν ξέρω. Πάντως αισθάνομαι τι θα κάνει στη ζωή μου.
- Τι θα κάνει;
- Θα την αλλάξει.
- Και πως το ξέρεις ότι έρχεται;
- Εντάξει, πάμε βόλτα.
- Είσαι περίεργη.
- Ευχαριστώ.
- Μη το παίρνεις για κακό
- Μα δεν το πήρα.
- Πάμε;
- Πάμε.
- Τι κάνεις στη ζωή σου;
- Δεν ξέρω.
- Και τι ξέρεις τελικά;
- Ότι κάτι λείπει.
- Τι λείπει;
- Έχεις αναπτήρα.
- Ορίστε.
- ...
- Έχεις μια μαγευτική θλίψη.
- Εμένα για σκέτη μου κάνει, χωρίς μαγείες και χρυσόσκονες.
- Σε ενόχλησε αυτό που είπα;
- Ήρθε.
- Τι λες;
- Η βόλτα μας τελείωσε. Ευχαριστώ, ήταν όμορφα.
- Μα πού πας;
- Δεν ξέρω.
- Γιατί φεύγεις;
- Καμένο χαρτί είμαι. Μη σκαλίζεις τις στάχτες. Ποτέ δεν θα καταλάβεις τι θέλουν να σου πουν.
   Ποτέ δεν θα γίνουν χαρτί ξανά.

Κυριακή 13 Μαΐου 2012

Σκόρπιοι άνθρωποι


   Τα μάτια σου. Τα χείλη σου. Τα χέρια σου. Το μούσι σου. Η σιωπή σου. Η φωνή σου. Η κραυγή σου. Οι ταχυπαλμίες σου. Τα αγγίγματα σου. Το πρόσωπο σου. Η φιγούρα σου στο σκοτάδι. Η σκέψη σου. Οι μικρές κοφτές ανάσες σου. Η εικόνα σου. Η ζωή σου. Η ζωή μου.
   Ψέματα, Εμετοί. Εφιάλτες. Παύση. Διακοπή παύσης. Εφιάλτες. Εμετοί.Ψέματα. Παύση. Παύση. Παύση. Γιατί δεν σταματάνε; Παύση. Παύση. Παύση. Καν' τα να σταματήσουν. Γιατί δεν σταματάνε;
   Το πάμε πάλι από την αρχή; Μια ολόκληρη ζωή να την πάμε πάλι από την αρχή; Δεν γίνεται. Θέλω να ξεκινήσω πάλι από την αρχή. Το προσπάθησα. Δεν γίνεται ακόμα. Όχι ακόμα. Σε λίγο.
   Πονάει.
   Πράσινα. Πάλι πράσινα. Δεν θέλω πάλι πράσινα. Κόκκινα. Έγιναν από την πίεση κόκκινα. Βραχνή φωνή. Σιωπή. Βαριά ανάσα. Σιωπή.
   Κάρβουνο. Μουντζούρες από κάρβουνο. Στο χαρτί. Στο πρόσωπο μου.
   Λέξεις. Στριμωγμένες η μία δίπλα στην άλλη. Όμορφες λέξεις. Άσχημες λέξεις. Σχηματίζουν προτάσεις. Λερώνουν το χαρτί. Λέξεις.
   Ναρκωτικά. Μέσα σε αυτά μια ολόκληρη παιδική ηλικία. Θυμάσαι; Θυμάσαι που με έπαιρνες αγκαλιά; Ήμουν μικρή. Ήσουν μαστουρωμένος. Θυμάσαι μικρός που τριγυρνούσες από εδώ και από εκεί με το κόκκινο κραγιόν της μάνας σου και ζωγράφιζες το σπίτι; Τώρα τριγυρνάς από εδώ και από εκεί με κόκκινα μάτια. Ναρκωτικά.
   Χάος.Σκέψεις. Τρελές σκέψεις από δω και από κει. Πολλές σκέψεις. Δεν έχουν σειρά. Μια τάξη αταξίας. Χάος.
   Μουσική. Μελωδίες. Θέλω να χορέψω. Δεν έχω την δύναμη. Θέλω να χορέψω. Μ' ακούς;
   Ψέματα, Εμετοί. Εφιάλτες. Παύση. Διακοπή παύσης. Εφιάλτες. Εμετοί.Ψέματα. Παύση. Παύση. Παύση. Γιατί δεν σταματάνε; Παύση. Παύση. Παύση. Καν' τα να σταματήσουν. Γιατί δεν σταματάνε; Παύση. Παύση. Παύση...

Δευτέρα 16 Απριλίου 2012

Να θυμηθώ, να ξεχαστώ.

- Νομίζω πρέπει να ξεχάσουμε. Τι λες;
- Τι να ξεχάσουμε;
- Ε να ρε, να ξεχάσουμε απλά.
- Ναι, αλλά τι να ξεχάσουμε δεν μου λες.
- Τα πάντα να ξεχάσουμε.
- Γιατί να τα ξεχάσουμε;
- Γιατί τώρα που τα θυμόμαστε τι γίνεται;
- Ξέρεις από που προέρχεσαι.
- Όχι ξέρω τι μισώ στη ζωή μου.
- Ε αυτό. Κάτι είναι κι αυτό.
- Τίποτα δεν είναι αυτό. Δεν θέλω να μισώ στη ζωή μου, δεν θέλω να μισώ τη ζωή μου. Γι' αυτό σου
   λέω ας τα ξεχάσουμε όλα.
- Δεν θέλω να ξεχάσω.
- Γιατί δεν θέλεις να ξεχάσεις;
- Γιατί φοβάμαι. Φοβάμαι πως άμα ξεχάσω θα χαθώ μέσα σε ένα κενό.
- Θα χαθείς, αλλά τουλάχιστον αυτό το κενό θα είναι δικό σου, δεν θα σου το "τρώνε" , ούτε θα
   ξερνάνε τη σιχασιά τους επάνω σου. Θα είσαι μόνο εσύ και το κενό σου.
- Δεν θέλω.
- Είσαι δειλός.
- Είμαι.
- ...
- ...
- Εγώ θα ξεχάσω.
- Να ξεχάσεις.
- Θα ξεχάσω κι εσένα.
- Τότε θα σε ξεχάσω κι εγώ.
- Μα φοβάσαι το κενό. Δεν θες να ξεχάσεις.
- Δεν θέλω να με ξεχάσεις.
- Θα φύγω.
- Που θα πας;
- Δεν ξέρω, θα φύγω όμως.
- Θα μου λείψεις.
- Όχι.
- Ναι.
- Μη μου λες πως θα σου λείψω. Θέλω να ξεχάσω.
- Εγώ στο λέω και μετά εσύ ξέχασε το κι αυτό.
- Όχι.
- ...
- ...
- Γιατί θες να ξεχάσεις;
- Γιατί δεν έχω τίποτα για να θυμάμαι.

Παρασκευή 16 Μαρτίου 2012

Άγνωστοι μεταξύ αγνώστων.

  Είναι αργά για κάτι τέτοια. Είναι αργά για τέτοια λόγια. Είναι αργά για άλλα μισόλογα. Είναι αργά για βλέμματα στα κλεφτά. Είναι αργά για σιωπές. Είναι αργά.
  Κοίτα την. Κάθεται εκεί που την άφησες. Εκεί, στα σκαλοπάτια. Κοίτα την, δεν έχει κλείσει το βιβλίο ακόμη και το τσιγάρο της δεν έχει τελείωσει. Τραβάει μικρές και βαθιές τζούρες. Νιώθει τον καπνό να περνάει τον λαιμό της και να πηγαίνει στα πνευμόνια της, να γίνεται ένα μικρό πάρτυ από "κακά" παιδιά και μετά ανεβαίνει επάνω πάλι και βγαίνει από το στόμα της με μεθυσμένες, χορευτικές φιγούρες.
  Γελάει. Γελάει με κάτι. Με το βιβλίο που διαβάζει. Με τις σκέψεις της. Με τον εαυτό της. Γελάει. Έχει τόσο όμορφο χαμόγελο.
  Πώς γίνεται να το πιστεύεις ακόμα; Τίποτα δεν είναι ίδιο. Ναι, ναι αυτή είναι ακόμα εκεί, στο ίδιο σημείο, με το ίδιο βιβλίο, με τα ίδια τσιγάρα να της κάνουν παρέα, αλλά αυτή δεν είναι ίδια. Έχει αλλάξει. Εσύ έχεις αλλάξει. Όλα έχουν αλλάξει.
  Θυμάσαι τι σου είχε πει; Εκεί καθόσασταν σε εκείνα τα σκαλιά. Δεν μιλούσατε. Πρατιρούσατε γύρω σας τα πιο απαρατήρητα-από τους πολλούς-μικροπράγματα. Πάντα το κάνατε αυτό. Θυμάσαι;  Κοίταζε κάπου που δεν μπορούσες να προσδιωρήσεις με ένα βαθύ βλέμμα και σου είπε "Ρε μαλάκα πάμε να φύγουμε από εδώ.". Ποτέ δεν απάντησες.
  Όταν έφυγες για ακόμη μια φορά, δεν έκατσε να σε κοιτάζει να χάνεσαι στο πλήθος. Προτίμησε να χαθεί εκείνη πρώτη ανάμεσα του. Δεν γύρισε το βλέμμα της πίσω ούτε για λίγο. Έστριψε τσιγάρο, το άναψε και ψιθυριστά, σχεδόν σιωπηλά είπε "Μην ξεχάσεις να δώσεις φιλιά στο χάος μωρό μου."

Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2012

Φωτιές.

  Το πιο γελοίο από όλα αυτά είναι ότι κάθεσαι και κλαίγεσαι για τα Starbucks, για το Άττικον και τα νεοκλασσικά, που τα περιτριγύριζαν οι φλόγες. Ναι οκ, δεν λέω, κάτι έλεγε το σινεμά -βέβαια για να πας και να πληρώσεις, έπρεπε να κόψεις τον κώλο σου για ένα μήνα και ειδικά τώρα με τα νέα μέτρα- και τα νεοκλασσικά όμορφα ήταν. Για τα Starbucks και τα άλλα μεγαλοκαταστήματα δεν θα μιλήσω, καπητάλες ήταν.
  Αλλά ρε φίλε να σου πω εγώ γιατί κλαίω; Από τα χημικά, για τους χιλιάδες άστεγους στο κέντρο της Αθήνας, για τους μπάτσους που δεν έχουν ψυχή, για τους πολιτικούς που έχουν σκατά στο κεφάλι τους, για τα λάθη των άλλων που θα τα υποστούμε εμείς, για την νύχτα που η Αθήνα καιγόταν  και σε έχασα μέσα στο πλήθος.
  Φίλε μου να το θυμάσαι όμως, μέσα από αυτές τις φλόγες, που τόσο φοβάσαι και μισείς, θα ξαναγεννηθούμε. 

Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2012

Λευκός δαίμονας.

  Κοιτάζεις σκεπτικά. Χρώματα. Παντού χρώματα. Γυρνάς το βλέμμα σου αριστερά. Χαμογελάς. Γυρνάς το βλέμμα σου δεξιά. Δακρύζεις. Κοιτάζεις πάλι σκεπτικά μπροστά. Από το μυαλό δεν περνάει η ιδέα να κοιτάξεις πίσω σου. Ούτε μια μικρή ματιά στα κλεφτά.
  Χάνονται τα χρώματα. Μαύρο. Κοιμάσαι. Δεν μιλάς. Πονάς. Φοβάσαι. Γελάς. Ποτέ δεν φοβόσουν.
  Ξαφνικά εμφανίζεται στην πόρτα. Την παρατηρείς. Ντυμένη με ένα λευκό φόρεμα και τα μαύρα της μαλλιά να πέφτουν στον ώμο της. Είναι ξυπόλυτη. Σου χαμογελάει, μα γυρνάς το βλέμμα σου αλλού. Σε πλησιάζει σιωπηλά και ακουμπάει το χέρι της επάνω στο μάγουλο σου. Σκύβεις το κεφάλι. Στο σηκώνει. Σε φιλάει γλυκά στο μέτωπο. Σκύβεις ξανά το κεφάλι.
  Δεν θέλεις να το καταλάβει. Προστασία ζητούσες πάντα. Κάποιον να σε προστατεύει όταν νιώθεις στο πετσί σου τον τρόμο να σε κυριεύει. Δεν θέλεις να κάνει πολλά. Να σε παίρνει αγκαλιά και να σου μιλάει ψιθυριστά στο αυτί. Να σου λέει παραμύθια με άγνωστους ήρωες.
  Δεν φοβάσαι πια. Αρχίζεις να μισείς τον εαυτό σου ξανά, αλλά η μουσική της χορεύει μέσα σου. Νιώθεις να ξαναγεννιέσαι. Σε λίγο θα αρχίζεις να ντρέπεσαι για ακόμη μια φορά. Θα αρχίσεις να σιχαίνεσαι το κορμί σου και να καταριέσαι το μυαλό σου που σε κυριαρχεί. Όχι ακόμα όμως. Σε λίγο. Κλείνεις τα μάτια και αφήνεσαι στο χορό του κορμιού σου. Ακούς τα αίμα στις φλέβες σου να κυλάει μολυσμένο αλλά δεν σε νοιάζει. Όχι ακόμα. Σε λίγο. Σε λίγο θα αρχίσει να σε νοιάζει.
  Ξυπνάς από τον τρελό χορό. Ανοίγεις τα μάτια και νιώθεις δυνατός. Σκέφτεσαι. Δεν θέλεις να ξαναδείς αυτή την μορφή. Ένας λευκός δαίμονας είναι. Ένας λευκός δαίμονας που σε σκοτώνει.
  Έφυγε ο φόβος. Έφυγε ο πόνος. Ήρθε η ντροπή. Σιχαίνεσαι τον εαυτό σου. Καταριέσαι το μυαλό σου. Σε νοιάζει το βρώμικο αίμα που κυλάει στις φλέβες σου.
  Φωνάζεις μέσα σου: "Τελευταία φορά". Έχεις ξοδέψει πολλά ουρλιαχτά λέγοντας αυτή τη φράση, μα ποτέ δεν ήταν τελευταία φορά.

Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου 2012

"Βρώμικα"

  Το θέμα με εμάς τους ανθρώπους δεν είναι ότι μαθαίνουμε από τα λάθη μας, είναι ότι μαθαίνουμε τα λάθη μας και τα επαναλαμβάνουμε ξανά και ξανά. Ζούμε μέσα σε αυτά. Το χειρότερο όμως; Δεν το παραδεχόμαστε.
  Βέβαια ποιος είμαι εγώ να κρίνω τους ανθρώπους; Ένας ακόμη άνθρωπος είμαι, που δεν ξέρει πολλά, δεν μιλάει πολύ, δεν ζει καλά, πράττει αυθόρμητα και γουστάρει το άγνωστο. Δεν είμαι κάτι εγώ για να κρίνω, μα έχω το δικαίωμα να παρατειρώ. Να παρατειρώ τα πάντα γύρω μου και να σκέφτομαι.
  Το πρόβλημα με εμάς τους ανθρώπους είναι πως από μικρά παιδιά ζούμε μέσα στην οικογενειακή πρέζα. Στην θρησκεία, στην πολιτική, στα πρέπει και στα μη, στα ταμπού και στις προκαταλήψεις, σε αυτή την οικογενειακή πρέζα. Από μικρά παιδιά μας λένε μακριά από τα ναρκωτικά αλλά εκείνη ακριβώς την στιγμή είναι που μας μπουκώνουν με το γαμήδι το ναρκωτικό αυτοί οι ίδιοι. Μας μπουκώνουν το μυαλό με κοσμοθεωρίες, χωρίς την άδεια μας. Μας λένε πως εμείς είμαστε οι κυρίαρχoι του μυαλού μας κι εκείνη την στιγμή είναι αυτοί που προσπαθούν να το κοντρολάρουν. Μας την δίνει αυτό. Ξέρουμε ότι είναι λάθος. Κι όμως όταν μεγαλώνουμε κάνουμε το ίδιο. Προσπαθούμε να πνίξουμε τα παιδιά με την ίδια πρέζα, που έπνιξαν εμάς.
  Αγαπητοί μου φίλοι εγώ έχω να σας πω ότι δεν την γουστάρω την θρησκεία σας, την πολιτική σας, τα πρέπει και τα μη σας, τα ταμπού σας, τις προκαταλήψεις σας. Δεν γουστάρω αυτή την πρέζα. Δεν γουστάρω την κοινωνία σας.
  Οι "βρώμικοι" άνθρωποι είναι αυτοί που ζουν πραγματικά. Οι "βρώμικες" στιγμές είναι αυτές που με γεμίζουν. Τα "βρώμικα" λόγια είναι αυτά που με ανάβουν σωματικά αλλά και ψυχικά. Οι "βρώμικες" ματιές είναι αυτές που μου δημιουργούν φαντασιώσεις.
  Έτσι θέλω να ζω. "Βρώμικα". Δεν σας είπε ποτέ κανείς πως όταν μπουκωθείς με "βρώμικο" σεξ και πρόστυχα λόγια, δεν θα νιώσεις την ανάγκη για αυτή την οικογενειακή πρέζα; Δεν θα είσαι πλέον εξαρτημένος από το γαμήδι;
  Αυτό γουστάρω εγώ. 

Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2012

Α.

   Είναι δύσκολο να βρίσκεις και να χάνεις τον εαυτό σου. Κάποτε μου είχες πει ότι άμα θέλω να αφήσω τον εαυτό μου εγώ, να μην ζητάω και από τους άλλους να κάνουν το ίδιο και σου απάντησα πως μόλις τον βρω θα σου τον δώσω για λίγο, να τον κρατήσεις. Κατάλαβα λοιπόν πως ο εαυτός μου περιπλανιέται μέσα στις στιγμές μας. Μέσα σε αυτές τις μικρές στιγμές που ζήσαμε και τώρα σου ζητάω να με αφήσεις; Γιατί μου το κάνω αυτό; Γιατί με πληγώνω; Αλλά ναι, να μην λέμε πάλι τα ίδια, εγώ ζω αυτοκτονώντας. Κι αν τελικά έχω πεθάνει; Λες να σε δω στην άλλη πλευρά; Χαχ...μα τι λέω;!
   Είναι δύσκολο το να σε βλέπω να φεύγεις. Φίλε μου, εσύ φεύγεις, εγώ όμως μένω εδώ πίσω μόνη. Μόνη να σε θυμίζουν τα πάντα. Πως γίνεται να θέλω να κλάψω και να μην μπορώ;
   Ξέρεις, μέσα στις λέξεις σου, κρύβεται ένα ψέμα. Το αισθάνομαι, δεν μου λες πάντα την αλήθεια. Δεν ξέρω ποιον προσπαθείς να προστατέψεις. Εσένα; Εμένα; Εμάς; Έχω πολλές ερωτήσεις που δεν θα απαντηθούν.
   Ποτέ δεν ήμουν καλή με τα λόγια. Εγώ θέλω πράξεις. Θέλω βλέμματα με νόημα. Θέλω τρέλες νύχτες. Δεν θέλω λέξεις να στριμώχνονται στο χαρτί, η μία δίπλα στην άλλη και να μην μπορούν να ανασάνουν. Να πνίγονται καθώς διαβάζονται. Δεν θέλω φράσεις, ανούσιες φράσεις, να βγαίνουν από τα στόματα και να βιάζουν την σιωπή μας.
   Κοίτα με στα μάτια και πες τι πραγματικά νιώθεις, τι πραγματικά θέλεις, τι πραγματικά σκέφτεσαι. Βρίσε με αν αυτό θες, αλλά να τα εννοείς. Όλες τις λέξεις που θα πεις σιωπηλά και μη.
   Όλα άρχισαν στις 31 Αυγούστου του 2011 και δεν ξέρω πότε θα τελειώσουν. Το φινάλε όμως πρέπει να είναι θεαματικό. Η δική μας παράσταση δεν πιστεύεις κι εσύ πως χρειάζεται ένα μεγάλο χειροκρότημα;

Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2012

Άτιτλο.

  Οι άνθρωποι δεν αλλάζουν, οι καταστάσεις στην ζωή τους το κάνουν.Κοιτάς σιωπηλά τη νύχτα και αυτή σου απαντάει με τον αέρα.
  Σκέψου πόσα κέρδισες, πόσα έχασες, πόσα έμαθες. Σκέψου τα λάθη σου, τις πράξεις σου, τα λόγια σου. Σκέψου το ψέμα, την αλήθεια.
  Τραγούδα. Χόρεψε. Γέλα. Βρίσε. Φώναξε. Άκουσε. Μην περιμένεις κάποιον άλλον να ζήσει για εσένα. Μίλα. Μην περιμένεις κάποιος άλλος να ταιριάξει τα κομμάτια σου.
  Δες. Όλοι είμαστε όμοιοι και ανόμοιοι μεταξύ μας. Περίεργο; Όχι, αστείο.
  Μπες μέσα σε ένα βιβλιοπωλείο, από αυτά που είναι κρυμμένα στα στενά και κρύβουν θησαυρούς αιώνων, αυτούς τους χάρτινους και φθαρμένους από τον χρόνο θησαυρούς, που έχουν περάσει από πολλά χέρια και χάσου μέσα σε αυτό το καταφύγιο.Πιάσε το πρώτο βιβλίο που θα δεις, ακούμπησε το, βάλε τα δάχτυλα σου απαλά επάνω στο εξώφυλλο του και χάιδεψε το. Άνοιξε το προσεχτικά και ήσυχα και ξεφύλλισε το. Έχει πολλές ιστορίες να σου πει. Όχι μόνο αυτή που είναι γραμμένη επάνω στα κίτρινα φύλλα του αλλά και για τους ανθρώπους που γνώρισε, που μίσησε, που αγάπησε. Κλείσ'το και ακούμπα το οπισθόφυλλο του στο πρόσωπο του, θα νιώσεις το τέλος του.
  Σκέψου τις νύχτες που ξενύχτισες. Σκέψου τα ανούσια και μη γαμήσια που έκανες, τις γκόμενες που έχασες, τον πρίγκιπα που δεν έχει έρθει ακόμα. Σκέψου. Σκέψου εσένα, εμένα, εκείνον, εκείνη, εμάς, εσάς, αυτούς.Σκέψου.
 

Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2012

Χαμένη.

Και πάντα ήταν αλλιώς. Πάντα ήταν απροσάρμοστη. Πάντα ξεχώριζε.
Όχι, δεν το έκανε επίτηδες. Όχι, δεν ήθελε να τραβήξει τα βλέμματα. Όχι, δεν μιλούσε πολύ.
Ξέρεις, κοιτούσε τους ανθρώπους στα μάτια. Ξέρεις, άκουγε τους άλλους χωρίς να παραπονιέται. Ξέρεις, χαμογελούσε στους ξένους μέσα στην "ξένη" πόλη.
Θυμάσαι; Καθόταν όλο το βράδυ και κοιτούσε τα αστέρια, όσα αστέρια μπορούσε να δει. Θυμάσαι; Έμενε ξύπνια για να δει την ανατολή. Θυμάσαι; Ζωγράφιζε στην παραλία.
Άκου την. Κοίτα την. Σκέψου την. Αγάπα την. Ερωτεύσου την. Μίσησε την. Βρίσε την. Πλήγωσε την. Μα ποτέ, ποτέ όμως, μην την ξεχάσεις. Θα θρηνείς πολύ για αυτό. Όλοι όσοι ξεχνάνε τον εαυτό τους, κλαίνε κρυφά τα βράδια.

Κυριακή 8 Ιανουαρίου 2012

In girum imus nocte et consumimur igni.

Ξενυχτάμε μιλώντας κι όμως είμαστε αχόρταγοι. Μου λες παραμύθια με κομπλεξικούς ήρωες και κενές πριγκίπισσες και σου λέω πως αυτά δεν είναι παραμύθια, ούτε δημιουργήματα του μυαλού σου. Είναι ο καθρέφτης του κόσμου που ζούμε και γελάς.
Μου αρέσει όταν γελάς. Μου αρέσει όταν μισανοίγεις το στόμα και βγαίνει από μέσα του ένας χαμηλός, διασκεδαστικός ήχος. Τώρα που το περιγράφω γίνεται εικόνα στο κεφάλι μου και είναι λες και το ακούω στα αυτιά μου.
Ξενυχτάμε μιλώντας για δράκους και τρελούς προσκυνητές επάνω στα βουνά. Μου αρέσει να σε ακούω να μου λες ιστορίες. Ιστορίες της στιγμής.
Οι συζητήσεις μας όμως, δεν περιορίζονται σε μυθοπλαστικές ιστορίες ή ιστορίες μιζέριας που θα θέλαμε να είναι ψεύτικες. Ξενυχτάμε μιλώντας και για κοσμοθεωρίες. Προσωπικές κοσμοθεωρίες. Μιλάμε για τις απόψεις μας, με αντίθετες γνώμες.
Ξενυχτάμε χωρίς να μιλάμε, απλά κοιτάμε. Όταν τα πνεύματα συναντηθούν μπορούν να κυριαρχήσουν τα σώματα.
Στο είχα πει, ο εγκεφαλικός οργασμός είναι αυτός που θα με κερδίσει πρώτος από όλες τις καύλες του κόσμου.

Επαναστατικό μανιφέστο θυμίζουν τα μάτια σου...

...Και όπως σε κάθε επανάσταση, υπάρχουν νεκροί.Έτσι λοιπόν, αποφάσισα κι εγώ να πεθάνω για αυτά.

Σάββατο 7 Ιανουαρίου 2012

Θέλω να κάνω ένα ταξίδι.

Θέλω να κάνω ένα μεγάλο ταξίδι. Ένα όμορφο, μακρινό, μεγάλο ταξίδι. Να μπουχτίσω το μυαλό μου με εικόνες, με νέες εικόνες. Να ξεφύγω από εδώ.
Θέλω να κάνω ένα μεγάλο ταξίδι. Ένα ταξίδι ανόμοιο με όλα τα άλλα. Να γεμίσω τα κουτιά μου με συναισθήματα. Να ξεχάσω και να ξεχαστώ.
Θέλω να κάνω ένα μεγάλο ταξίδι. Ένα ταξίδι μόνο για εμένα. Να βγάλω φωτογραφίες, πολλές πολύχρωμες και ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Να το θυμάμαι για πάντα αυτό το ταξίδι.
Θέλω να κάνω ένα μεγάλο ταξίδι. Ένα ταξίδι εκπλήξεων. Να πάω σε ξένα μέρη με ένα σάκο μόνο στον ώμο. Να γνωρίσω ξένους ανθρώπους, με οικεία βλέμματα.
Θέλω να κάνω ένα μεγάλο ταξίδι. Ένα ταξίδι. Θέλω να κάνω ένα μεγάλο ταξίδι. Ένα ταξίδι να χαθώ. Ένα μόνο γαμημένο ταξίδι.

Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2012

Ιδέες.

Κατά κάποιον παράδοξο και παράλογο τρόπο μου λείπεις. Δεν μου λείπεις απλά εσύ, μου λείπει η ιδέα σου.
Για εμένα όλα είναι ιδέα. Όσο ανορθόδοξο και απροσάρμοστο σου φαίνεται αυτό, για εμένα τα πάντα στην ζωή είναι μια ιδέα. Για εμένα οι ιδέες έχουν σάρκα και οστά, έχουν συναισθήματα και το σημαντικότερο, σκέφτονται. Για εμένα, όταν οι ιδέες πεθαίνουν, πεθαίνουν μαζί και οι άνθρωποι που τις φυλάνε κρυφά μέσα τους.
Οι ιδέες δεν υιοθετούνται, κατακτούνται. Για να κατακτήσεις μια ιδέα πρέπει να είσαι καλός πολεμιστής. Στην ζωή όλα είναι πόλεμος πως γίνεται να μην μάθεις να πολεμάς; Αλλά ένας πολεμιστής χωρίς μια ιδέα τι είναι; Κεφάλι χωρίς μυαλό είναι. Ο πόλεμος σου ξεκινάει με την μάχη για την ιδέα, εκεί λοιπόν κάνεις τα πρώτα βήματα σου στην τοξοβολία.
Και η δική σου ιδέα μου λείπει πολύ. Αυτή η απρόσκλητη εμφάνιση σου στην ζωή μου ήταν να με κάνει να σε ζητάω απεγνωσμένα πλέον. Αυτό το περίεργο γέλιο σου. Αυτές οι σκέψεις σου. Αυτές οι τρελές διαφωνίες μας. Αυτά τα αυθόρμητα αγγίγματα σου. Αυτά τα μισόλογα σου. Αυτή η γαμημένη σου ιδέα. Αυτή είναι που τα βράδια με ξυπνάει με δάκρυα στα μάτια. Αυτή η γαμημένη σου ιδέα.

Τετάρτη 4 Ιανουαρίου 2012

Μόνος;

Και καθώς άκουγα το Like A Rolling Stones του Bob Dylan άρχισα να σκέφτομαι. Να σκέφτομαι αρκετά για την μοναξιά και για το πόσο πραγματική είναι. Ναι δεν λέω μόνοι μας γεννιόμαστε, μόνοι μας πεθαίνουμε, αλλά αυτό το ενδιάμεσο της αρχής και του τέλους της ύπαρξης μας, που το αποκαλούμε ζωή, αυτό το μπέρδεμα τέλος πάντων, το περνάμε μόνοι μας; Ε όχι λοιπόν δεν το περνάμε μόνοι μας.
Η μοναξιά είναι ένα -ακόμα- άχρηστο "κατασκεύασμα" του ανθρώπου, όταν φοβάται να παραδεχτεί τα λάθη του και να τα διορθώσει. Όταν φοβάται να κοιτάξει την πουτάνα μεν αλλά όμορφη ζωή στα "μάτια" και να την βομβαρδίσει με βρισιές. Όταν φοβάται να βγάλει προς τα έξω αυτά που νιώθει. Αυτό είναι η μοναξιά, ένα είδος δειλίας, απλά της έθεσε μια πιο ευγενική-για τον εαυτό του- εκδοχή και αποδεχτή στους γύρω του.
Ο ηλικιωμένους που νιώθει μόνος, γιατί πριν λίγους μήνες πέθανε η επί 50χρόνια γυναίκα του, δεν είναι μόνος, γιατί έχει ακόμα τις φωτογραφίες της και τα φορέματα της, το άρωμα της και την αγαπημένη της κούπα να του την θυμίζουν, να γεμίζουν το κενό μιας γλυκιάς συνήθειας του.
Ο ταξιδιώτης που περιπλανιέται σε όλο τον κόσμο μόνος, δεν είναι μόνος γιατί την μέρα ταξιδεύουν μαζί του τα πουλιά και ένα αδέσποτο που το είχε βρει σε ένα χαντάκι χτυπημένο και το βράδυ στα αυτιά του, του σφυρίζει γλυκά ο αέρας.
Ο γιατρός χωρίς σύνορα, που ταξιδεύει χωρίς κάποιον δικό του κοντά του, πιστεύει πως είναι μόνος.Έχει περάσει από τόσα μέρη, ποτάμια, βουνά, θάλασσες, μεγάλες πόλεις, μικρές πόλεις, χωρία και έχει γνωρίσει πολλούς ανθρώπους.Άλλους γέρους, άλλους νέους, άλλους τρελούς στο μυαλό κι άλλους τρελούς στην ψυχή. Άλλους θυμωμένους κι άλλους πληγωμένους. Άλλους χαρούμενους κι άλλους με κενά μάτια. Αλλά από όλους αυτούς τους διαφορετικούς ανθρώπους κέρδισε μια ανάμνηση, μερικές φορές καλή άλλες πάλι κακή. Όχι, δεν είναι μόνος. Έχει δώσει χαρά σε τόσα άτομα, σε τόσα παιδιά, σε τόσες μάνες. Δεν μπορεί να είναι μόνος, γιατί έχει αφήσει πίσω του κάποιον χαρούμενο.
Ο μετανάστης που δέχεται τον ρατσισμό καθημερινά από τους "ανωτέρους" του ή μάλλον από αυτούς που θέλουν να πιστεύουν ότι είναι ανώτεροι του, βρίσκεται σε μια ξένη χώρα, χωρίς κανέναν. Αλλά όχι, ούτε αυτός είναι μόνος. Γιατί; Γιατί βλέπει στην φωτογραφία που έχει πάντα μέσα στην τσέπη του τα χαμογελαστά πρόσωπα των 3 παιδιών του και της γυναίκας του. Ξέρει πως αυτοί είναι καλά με τα λεφτά που τους στέλνει και πως πάντα θα είναι εκεί να τον περιμένουν.
Τι κι αν είσαι μεγάλος, μικρός, λεπτός, χοντρός, ψηλός, κοντός, αλλόθρησκος, άθεος, λευκός, μαύρος, ξένος, ντόπιος, γυναίκα, άντρας, ομοφυλόφιλος, στρέιτ, αμφιφυλόφιλος, φρικιό, ποτέ μα ποτέ δεν είσαι μόνος.
Κάπου στο μετρό θα δεις μια κοπέλα να σου χαμογελάει, στο παρκάκι ένα παιδάκι να σου δίνει ένα μισομαδημένο λουλούδι, ένας περαστικός θα σε βοηθήσει με τα ψώνια, μια γάτα θα τριφτεί στα πόδια σου, μια πασχαλίτσα θα περπατήσει επάνω στο δάχτυλο σου, τότε θα καταλάβεις πως δεν είσαι μόνος, είσαι απλά μια μονάδα, μια μονάδα που αρχίζει και τελειώνει μόνη της αλλά ενδιάμεσα μπερδεύεται με άλλες μονάδες.

Ή απλά όλες αυτές οι λέξεις, που αναφέρονται πιο πάνω, είναι μια ψευδαίσθηση της στιγμής.