Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2011

The Raven - Edgar Allan Poe

Once upon a midnight dreary, while I pondered weak and weary, Over many a quaint and curious volume of forgotten lore, While I nodded, nearly napping, suddenly there came a tapping, As of some one gently rapping, rapping at my chamber door. `'Tis some visitor,' I muttered, `tapping at my chamber door - Only this, and nothing more.'

Ah, distinctly I remember it was in the bleak December, And each separate dying ember wrought its ghost upon the floor. Eagerly I wished the morrow; - vainly I had sought to borrow From my books surcease of sorrow - sorrow for the lost Lenore - For the rare and radiant maiden whom the angels named Lenore - Nameless here for evermore.

And the silken sad uncertain rustling of each purple curtain Thrilled me - filled me with fantastic terrors never felt before; So that now, to still the beating of my heart, I stood repeating `'Tis some visitor entreating entrance at my chamber door - Some late visitor entreating entrance at my chamber door; - This it is, and nothing more,'

Presently my soul grew stronger; hesitating then no longer, `Sir,' said I, `or Madam, truly your forgiveness I implore; But the fact is I was napping, and so gently you came rapping, And so faintly you came tapping, tapping at my chamber door, That I scarce was sure I heard you' - here I opened wide the door; - Darkness there, and nothing more.

Deep into that darkness peering, long I stood there wondering, fearing, Doubting, dreaming dreams no mortal ever dared to dream before But the silence was unbroken, and the darkness gave no token, And the only word there spoken was the whispered word, `Lenore!' This I whispered, and an echo murmured back the word, `Lenore!' Merely this and nothing more.
Back into the chamber turning, all my soul within me burning, Soon again I heard a tapping somewhat louder than before. `Surely,' said I, `surely that is something at my window lattice; Let me see then, what thereat is, and this mystery explore - Let my heart be still a moment and this mystery explore; - 'Tis the wind and nothing more!'

Open here I flung the shutter, when, with many a flirt and flutter, In there stepped a stately raven of the saintly days of yore. Not the least obeisance made he; not a minute stopped or stayed he; But, with mien of lord or lady, perched above my chamber door - Perched upon a bust of Pallas just above my chamber door - Perched, and sat, and nothing more.

Then this ebony bird beguiling my sad fancy into smiling, By the grave and stern decorum of the countenance it wore, `Though thy crest be shorn and shaven, thou,' I said, `art sure no craven. Ghastly grim and ancient raven wandering from the nightly shore - Tell me what thy lordly name is on the Night's Plutonian shore!' Quoth the raven, `Nevermore.'

Much I marvelled this ungainly fowl to hear discourse so plainly, Though its answer little meaning - little relevancy bore; For we cannot help agreeing that no living human being Ever yet was blessed with seeing bird above his chamber door - Bird or beast above the sculptured bust above his chamber door, With such name as `Nevermore.'
But the raven, sitting lonely on the placid bust, spoke only, That one word, as if his soul in that one word he did outpour. Nothing further then he uttered - not a feather then he fluttered - Till I scarcely more than muttered `Other friends have flown before - On the morrow will he leave me, as my hopes have flown before.' Then the bird said, `Nevermore.'
Startled at the stillness broken by reply so aptly spoken, `Doubtless,' said I, `what it utters is its only stock and store, Caught from some unhappy master whom unmerciful disaster Followed fast and followed faster till his songs one burden bore - Till the dirges of his hope that melancholy burden bore Of "Never-nevermore."'

But the raven still beguiling all my sad soul into smiling, Straight I wheeled a cushioned seat in front of bird and bust and door; Then, upon the velvet sinking, I betook myself to linking Fancy unto fancy, thinking what this ominous bird of yore - What this grim, ungainly, gaunt, and ominous bird of yore Meant in croaking `Nevermore.'

This I sat engaged in guessing, but no syllable expressing To the fowl whose fiery eyes now burned into my bosom's core; This and more I sat divining, with my head at ease reclining On the cushion's velvet lining that the lamp-light gloated o'er, But whose velvet violet lining with the lamp-light gloating o'er, She shall press, ah, nevermore!

Then, methought, the air grew denser, perfumed from an unseen censer Swung by Seraphim whose foot-falls tinkled on the tufted floor. `Wretch,' I cried, `thy God hath lent thee - by these angels he has sent thee Respite - respite and nepenthe from thy memories of Lenore! Quaff, oh quaff this kind nepenthe, and forget this lost Lenore!' Quoth the raven, `Nevermore.'

`Prophet!' said I, `thing of evil! - prophet still, if bird or devil! - Whether tempter sent, or whether tempest tossed thee here ashore, Desolate yet all undaunted, on this desert land enchanted - On this home by horror haunted - tell me truly, I implore - Is there - is there balm in Gilead? - tell me - tell me, I implore!' Quoth the raven, `Nevermore.'

`Prophet!' said I, `thing of evil! - prophet still, if bird or devil! By that Heaven that bends above us - by that God we both adore - Tell this soul with sorrow laden if, within the distant Aidenn, It shall clasp a sainted maiden whom the angels named Lenore - Clasp a rare and radiant maiden, whom the angels named Lenore?' Quoth the raven, `Nevermore.'

`Be that word our sign of parting, bird or fiend!' I shrieked upstarting - `Get thee back into the tempest and the Night's Plutonian shore! Leave no black plume as a token of that lie thy soul hath spoken! Leave my loneliness unbroken! - quit the bust above my door! Take thy beak from out my heart, and take thy form from off my door!' Quoth the raven, `Nevermore.'

And the raven, never flitting, still is sitting, still is sitting On the pallid bust of Pallas just above my chamber door; And his eyes have all the seeming of a demon's that is dreaming, And the lamp-light o'er him streaming throws his shadow on the floor; And my soul from out that shadow that lies floating on the floor Shall be lifted - nevermore!

Κάποιοι πεθαίνουν απλά για να ζήσουν.

"Εγώ ζω αυτοκτονώντας". Κάποτε το έγραψε ο Άσιμος, κάποτε το συνειδητοποίησα για τον εαυτό μου. Ναι, εγώ ζω αυτοκτωνόντας.
Ξέρω, αυτό πληγώνει. Ξέρω, αυτό πονάει. Ξέρω αυτό σου κόβει την ανάσα όταν προσπαθείς απεγνωσμένα να αναπνεύσεις. Ξέρω, αυτό σε σκοτώνει σταδιακά. Αλλά κι αυτό είναι που σου κλείνει σιγά σιγά τις πληγές. Αυτό είναι που όταν αποφασίζεις να σταματήσεις να αναπνέεις, σου δίνει το κουράγιο να πάρεις μια ανάσα ξανά κι ας είναι η τελευταία. Αυτό είναι που σου δίνει τις πιο έντονες στιγμές της ζωής σου.Αυτό σε κάνει να ζεις κι ας πεθαίνεις.
Για αυτό έμεινα εδώ. Βάζω εμένα και το μυαλό μου σε ένα παιχνίδι θανάτου και το διασκεδάζω. Όταν νιώθω πως δεν αντέχω άλλο, με σκοτώνω ακαριαία και απότομα. Έτσι, αισθάνομαι τον πόνο να τυλίγει όλο μου το κορμί σαν σεντόνι μια δροσερή νύχτα του καλοκαιριού. Και μετά φεύγω. Όταν σηκώσω όλα μου τα κομμάτια, τα βάλω σε μια τάξη αταξίας, φεύγω. Έτσι κερδίζω τις μικρές μου αιωνιότητες. Έτσι κερδίζω την αθανασία μου.
Αυτό έκανα και με εσένα. Το σώμα μου σε ήθελε, σε έψαχνε παντού.Δεν ξέρω τι φταίει και σε ήθελε τόσο. Ίσως το μυαλό μου. Λένε πως ότι ποθεί το κορμί, τα φταίει το κεφάλι.
Σε είδα να κάθεσαι πάνω από το "νεκρό" μου κορμί και να με κοιτάς. Ποτέ μου δεν κατάλαβα τι ήθελαν να μου πουν τα μάτια σου. Ήταν ανάμεσα στο χάσμα της αγάπης και του μίσους. Σηκώθηκα, κάρφωσα το βλέμμα μου μέσα στα μάτια σου, έκατσα απέναντι σου και είπα ψιθυριστά στον εαυτό μου "Δεν γαμιέται, τελευταίο τσιγάρο και έφυγα."

Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2011

Προσωπικός μονόλογος.

Δεν ξέρω πως φτάσαμε ως εδώ, γιατί φτάσαμε ως εδώ και πότε ξεκίνησαν όλα αυτά. Είναι περίεργο αυτό το συναίσθημα. Το συναίσθημα "του μίσους και της αγάπης".
Θέλω να έρθεις, να με αρπάξεις και να φύγουμε μαζί. Να με πάρεις μια μεγάλη αγκαλιά, απλά να νιώθω την ανάσα σου στο κεφάλι μου, τίποτα άλλο. Θέλω να πάμε στην πλατεία, κατά τις 8 που οι πρωινοί φεύγουν και οι βραδινοί δεν έχουν έρθει ακόμα, είναι ήσυχα, να κάτσουμε στο παγκάκι και να σου χαμογελάω, χωρίς να μιλάμε.
Τα σκέφτομαι αυτά, πολύ συχνά και σου στέλνω. Σου στέλνω μια σκέψη μου, μπλεγμένη με συναισθήματα και τρέλες της στιγμής, και όλο αυτό καταλήγει σε μια συζήτηση, με λέξεις που ήθελαν καιρό να βγουν από μέσα μας αλλά φοβόμασταν μήπως πληγώσουμε την σιωπή μας ή πληγώσουμε τον εγωισμό μας.
Ίσως το διαβάσεις, ίσως πάλι όχι. Ίσως είναι η αφορμή για μια ακόμη τέτοια συζήτηση, ίσως η αφορμή για μια ακόμη σιωπή. Όπως και να έχει, θέλω να ξέρεις πως σε σκέφτομαι συχνά. Μερικές φορές όταν συζητάμε για εμάς δεν ξέρω τι λέω και αυτές οι ανεξήγητες,αδιευκρίνιστες, ανακριβείς κουβέντες μου σε πειράζουν ή σε πληγώνουν, για αυτό συγγνώμη αν και δεν σου αρέσει να σου λένε συγγνώμη. Έχω πολλά ακόμα να σου πω. Δεν μπορώ να βάλω μια σειρά. Θα περιμένω την επόμενη έκρηξη μου για να σε κάψω με τις κουβέντες μου και να μου επιτεθείς με την βουβή σιωπή σου.
Δεν ξέρω που πάω,δεν ξέρω γιατί πάω εκεί, αλλά ξέρω τον δρόμο. Θα με συνοδεύσεις στο ταξίδι μου;

Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2011

Ανώνυμα συναισθήματα.


Τα εσωτερικά ερεθίσματα είναι αυτά που μετράνε.
Όλοι μας έχουμε πολλούς εαυτούς. Όλοι μας δείχνουμε και έναν διαφορετικό εαυτό σε κάθε περίσταση. Όχι, δεν είναι κάτι ψεύτικο αυτό. Είμαστε πολύπλευροι, πολύπλοκοι, πολύ-όμορφοι. Ναι, όλοι μας είμαστε όμορφοι. Λίγα πράγματα στην ζωή είναι άσχημα. Ακόμα και τα άσχημα πράγματα κάποτε υπήρξαν ή θα υπάρξουν όμορφα, γιατί όλοι έχουμε σχήμα.
Όλοι μας οι εαυτοί, κρύβονται μέσα μας. Δέχονται τα ίδια ερεθίσματα, βιώνουν τους ίδιους εσωτερικούς πολέμους μεταξύ των δαιμόνων μας, πονάνε το ίδιο, αγαπάνε το ίδιο. Απλά ο καθένας τους φοράει διαφορετική “μάσκα”.
Ναι, λένε πάντα την αλήθεια, με διαφορετικό τρόπο ο καθένας. Λένε την ίδια αλήθεια με διαφορετικά λόγια, διαφορετική σιωπή, διαφορετικά λάθη, διαφορετικές πράξεις.
Άμα παρατηρήσεις κάποιον, που αλλάζει συχνά εαυτούς, γιατί δεν ξέρει πως να σου φερθεί, θα καταλάβεις πως οι εαυτοί αυτοί, θέλουν να σου πουν το ίδιο πράγμα. Κοίταξε τον βαθιά στα μάτια, με ένα ζεστό βλέμμα, πιάσε του το χέρι σφιχτά και χαμογέλασε του. Τότε θα καταλάβει πως μέσα στην αγκαλιά σου κρύβεται το άπειρο.

Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2011

Date a girl who reads - Rosemarie Urquico


Φτιάξτα μ’ ένα κορίτσι που διαβάζει. Αγάπησε ένα κορίτσι που ξοδεύει τα λεφτά του σε βιβλία αντί σε ρούχα. Που έχει πρόβλημα χώρου στη ντουλάπα της επειδή έχει πολλά βιβλία. Φτιάξτα με ένα κορίτσι που έχει λίστες με βιβλία που θέλει να διαβάσει, που έχει κάρτα δανειστικής βιβλιοθήκης από όταν ήταν 12 χρονών.Βρες ένα κορίτσι που διαβάζει. Θα το καταλάβεις από το ότι πάντα θα έχει ένα αδιάβαστο βιβλίο στην τσάντα της. Είναι αυτή που κοιτάζει γλυκά ανάμεσα στα ράφια του βιβλιοπωλείου, αυτή που ξεφωνίζει χαμηλόφωνα όταν βρει το βιβλίο που έψαχνε. Βλέπεις την παράξενη κοπέλα που μυρίζει τις σελίδες ενός παλιού βιβλίου σ’ ένα βιβλιοπωλείο “από δεύτερο χέρι”; Αυτή είναι που διαβάζει. Δεν μπορεί ποτέ να αντισταθεί στη μυρωδιά των σελίδων, ιδίως όταν είναι κιτρινισμένες.
Είναι το κορίτσι που διαβάζει ενώ κάθεται περιμένοντας στο γωνιακό καφέ. Αν ρίξεις μια ματιά στην κούπα της, το γάλα ξεχειλίζει, γιατί είναι ήδη πολύ απορροφημένη.
Χαμένη στον κόσμο που φτιάχνει ο συγγραφέας.
Κάθησε δίπλα της. Μπορεί να σου ρίξει ένα βλέμμα, σαν όλα τα κορίτσια που δεν τους αρέσει να τα διακόπτουν.
Ρώτα την αν της αρέσει το βιβλίο.
Κέρασε
την ακόμη μια κούπα καφέ.
Πες της τη γνώμη σου για τον Μουρακάμι. Μάθε αν διάβασε το πρώτο κεφάλαιο από τον Άρχοντα των Δακτυλιδιών. Να ξέρεις ότι αν πει ότι κατάλαβε τον Οδυσσέα του Τζόυς, θα είναι απλά για να σου φανεί έξυπνη. Ρώτα την αν της άρεσε η Αλίκη στη Χώρα των θαυμάτων, ή αν θα ήθελε να είναι η Αλίκη.
Είναι εύκολο να βγαίνεις μ’ ένα κορίτσι που διαβάζει. Χάριζε της βιβλία για τα γενέθλιά της, για τα Χριστούγεννα και για τις επετείους σας. Χάριζε της το δώρο των λέξεων, στην ποίηση, στα τραγούδια. Χάρισέ της Νερούδα, Πάουντ, Σέξτον, Κάμινγκς. Δώσε της να καταλάβει ότι ξέρεις πως οι λέξεις είναι αγάπη. Να ξέρεις ότι κι αυτή ξέρει τη διαφορά ανάμεσα στα βιβλία και στην πραγματικότητα, αλλά -για όνομα του θεού-, θα προσπαθήσει να κάνει τη ζωή της λιγάκι σαν το αγαπημένο της βιβλίο. Δεν θα είναι δικό σου το φταίξιμο αν το κάνει.
Πρέπει να κάνει μια προσπάθεια, κατά κάποιο τρόπο.
Πες της ψέματα. Αν ξέρει από συντακτικό, θα καταλάβει ότι ήταν ανάγκη να πεις ψέματα. Πίσω από τις λέξεις έχει άλλα πράγματα: κίνητρα, αξίες, αποχρώσεις, διαλόγους. Δεν είναι δα και το τέλος του κόσμου.Χώρισε μαζί της. Γιατί ένα κορίτσι που διαβάζει, ξέρει ότι η αποτυχία πάντα οδηγεί στην κλιμάκωση. Καταλαβαίνει ότι όλα τα πράγματα έχουν ένα τέλος. Ότι σε κάθε περίπτωση, μπορεί πάντα, μετά να υπάρχει μια συνέχεια. Ότι μπορείς να αρχίσεις ξανά και ξανά, και να παραμείνεις ο ήρωας. Ότι η ζωή είναι πιθανό να έχει ένα παλιάνθρωπο, ή μπορεί και δύο.
Γιατί να φοβάσαι όλα όσα δεν είσαι;
Τα κορίτσια που διαβάζουν, καταλαβαίνουν ότι οι άνθρωποι, σαν τους χαρακτήρες, αναπτύσσονται. Εκτός από αυτούς στις σειρές Twilight.Αν βρεις ένα κορίτσι που διαβάζει, κράτα το από κοντά. Όταν τη βρεις ξύπνια στις δύο τη νύχτα, να σφίγγει ένα βιβλίο στο στήθος της και να κλαψουρίζει, φτιάξε της ένα φλιτζάνι τσάι και κράτα την στην αγκαλιά σου. Μπορεί να την χάσεις για καμιά δύο ώρες, αλλά πάντα θα έρχεται πίσω σε σένα. Θα μιλάει για τους χαρακτήρες του βιβλίου σαν να είναι αληθινοί, και η αλήθεια είναι ότι για λίγο, πάντα είναι.
Θα της κάνεις πρόταση μέσα σ’ ένα αερόστατο, ή σε
μια ροκ συναυλία. Ή, πολύ απλά, την επόμενη φορά που θα είναι άρρωστη, από το τηλέφωνο.
Θα χαμογελάς τόσο δυνατά που θα απορείς γιατί η καρδιά σου δεν έχει σπάσει και γεμίσει με αίματα όλο τον κόσμο, ακόμη.
Θα γράψεις την ιστορία της ζωής σας, θα κάνετε παιδιά με περίεργα ονόματα και ακόμη πιο περίεργες συνήθειες. Θα συστήνει τα παιδιά σας στον Παπουτσωμένο Γάτο και στον Ασλαν, κι όλα αυτά μέσα στην ίδια μέρα. Θα περπατάτε στα γεράματα, τους χειμώνες, μαζί και θα απαγγέλλει Κητς με κομμένη την ανάσα, ενώ εσύ θα τινάζεις το χιόνι από τις μπότες της.Φτιάξτα μ’ ένα κορίτσι που διαβάζει γιατί σου αξίζει. Αξίζεις ένα κορίτσι που μπορεί να σου δώσει την πιο χρωματιστή ζωή που μπορείς να φανταστείς. Αν το μόνο που μπορείς να της δώσεις είναι μονοτονία, μπαγιάτικες ώρες και μισοψημένες προτάσεις, τότε καλύτερα μείνε μόνος. Αν θέλεις τον κόσμο, και τους κόσμους πέρα απ’ αυτόν, τότε βρες ένα κορίτσι που διαβάζει.
Ή, ακόμα καλύτερα, βρες ένα κορίτσι που γράφει.

Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2011

Τίποτα δεν είναι εύκολο.

Δεν συμπαθώ εύκολα, δεν συγχωρώ εύκολα, δεν αφήνω άτομα να με γνωρίσουν εύκολα, δεν αγαπάω εύκολα, δεν μιλάω εύκολα, δεν ερωτεύομαι εύκολα.Όταν λοιπόν γίνει κάτι από αυτά, φοβάμαι εύκολα.Φοβάμαι μην χάσω κάτι, μην χάσω κάποιον, μην χάσω τον εαυτό μου.Γιατί ο μεγαλύτερος μου φόβος ήταν, είναι και θα είναι ο εαυτός μου.Μερικές φορές δεν τα κάνω όλα αυτά "εύκολα" για να μην πληγώσω κάποιον πρακτικά, σωματικά, ιδεολογικά, συναισθηματικά.
Ξέρεις και κάτι άλλο; Δεν με τρομάζει η ιδέα του "εύκολα", με τρομάζει η ιδέα του "δύσκολα". Περίεργο ε; Περίεργο που κάποιος σαν εμένα να τα κάνει όλα δύσκολα και τρομάζει από την ιδέα αυτή;
Να σου πω και ένα άλλο μυστικό; Δεν με νοίαζουν οι γύρω, ο κόσμος, τα λόγια τους και τα περίεργα βλέμματα τους. Το να ζεις με την ιδέα του "δύσκολα" είναι προϋπόθεση του να είσαι διαφορετικός. Ή μήπως πληγωμένος;Μην απαντάς δεν χρειάζεται, εξάλλου αξίζει να αγαπάς αυτούς που πήγαν κόντρα στον φλογερό εαυτό τους.

Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2011

Dum tacent, clamant

Που είσαι; Χάθηκες πάλι. Γιατί; Μου λείπεις κι ας μην σε είχα ποτέ πραγματικά εδώ. Βαρέθηκα τις άδειες αγκαλιές τους να με τυλίγουν επάνω σε βρώμικα κρεβάτια. Εκείνα τα ψυχρά βράδια σκέφτομαι εσένα, σκέφτομαι την δικιά σου αγκαλιά, που μέσα της χωρούσε όλο το άπειρο. Δεν σε ήξερα, δεν σε έμαθα και ούτε θα σε μάθω, αλλά μου φέρθηκες πιο καλά από όλους, πιο γλυκά, πιο όμορφα, με κοιτούσες πάντα με ένα έντονο βλέμμα και με κάρφωνες, ένα αγνό και όμορφο βλέμμα. Πρώτη φορά ένιωθα έτσι, πρώτη φορά νιώθω έτσι και όταν ξεπηδάς στο μυαλό μου σαν μια κρυφή και μυστική ανάμνηση χαμογελάω. Κάποτε με είπες “Σου χρωστάω πολλά λεφτά” κι εγώ σου απάντησα ψιθυριστά  “Η αγάπη δεν αγοράζεται”.

Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2011

Σκόρπιες νύχτες.

  Είναι αυτά τα γλυκά απογεύματα του φθινοπώρου, αυτές οι κρύες νύχτες του χειμώνα, αυτά τα ζεστά μεσημέρια του καλοκαιριού, αυτά τα όμορφα πρωινά της άνοιξης και κάπου εκεί έχω παραπέσει κι εγώ. Ξεχάστηκα στον χρόνο θέλοντας και μη. Άφησα να με αφήσουν και ένα κενό κολυμπάει στην αγκαλιά των συναισθημάτων μου. Στριμώχνονται οι φωτογραφίες των αναμνήσεων μου στην άδεια μνήμη μου.
  Οι δαίμονες υπάρχουν, ναι υπάρχουν και ζουν μέσα μας. Όταν θέλουμε να τους παλέψουμε απλά πληγώνουμε τον εαυτός μας και όταν θέλουμε να τους αγαπήσουμε χανόμαστε στην ουτοπική φαντασία τους. Δεν ξέρω αν είμαι στο στάδιο της αγάπης ή του μίσους αλλά πώς βρέθηκα εδώ; Πώς ξεχάστηκα εδώ; Γιατί είμαι εδώ; Και τι προσπαθώ να νικήσω εμένα ή αυτούς; Πολλές ερωτήσεις για κάποιον που δεν έχει απαντήσεις δεν νομίζεις;
  Ας πιάσουμε τα πράγματα από την αρχή. Σε αγαπούσα, σε αγαπούσα πολύ και μετά εσύ έφυγες, τα τσιγάρα μου τελείωναν πιο γρήγορα από τα δάκρυα μου και οι καπνοί χόρευαν δίπλα μου στο σκοτάδι. Μετά άρχισα να ξεχνάω πίνοντας και αυτό που κατάφερα είναι να πίνω και να θυμάμαι και να κλαίω. Αργότερα άρχισαν να φεύγουν και άλλοι δικοί μου ενώ εγώ κοιμόμουν για να σταματήσει το κεφάλι μου να με πονάει. Κάποιοι πέθαναν σωματικά, άλλοι ψυχικά και άλλοι έφυγαν απλά, αφήνοντας με στον "γλυκό" ύπνο μου.
  Όταν ξύπνησα άρχισα να χάνομαι. Δεν ήθελα να θυμάμαι κανέναν και τίποτα και άρχισα να με πολεμάω, να πολεμάω το μέσα μου και να μου ανοίγω πληγές. Τριγυρνούσα τα βράδια και η ψυχή μου καιγόταν και έκανε κύκλους γύρω από εμένα κι εγώ προσπαθούσα να την προσπεράσω. Τελικά επέζησε, με πολλά τραύματα, αλλά επέζησε. Είναι μεταξύ ζωής και θανάτου. Τουλάχιστον υπάρχει ακόμα.
Και τώρα; Τώρα είμαι εδώ, δεν ξέρω που βρίσκομαι απλά ξέρω ότι είμαι εδώ ουρλιάζοντας για σωτηρία, φωνάζοντας για βοήθεια θέλοντας κάποιος να με ακούσει και να με βγάλει από τον πόνο μου αλλά όλοι γυρνάνε τα κεφάλια τους και φεύγουν σαν να μην γίνεται τίποτα γύρω τους, σιωπηλά, βουβά, με κλειστά μάτια.
  Αστείο, σωστά; Ανθρώπινο γένος μεσ'τα λάθη.

Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2011

Splendide mendax.

Όλα αλλάζουν, εμείς αλλάζουμε, δεν ξέρω γιατί ή μάλλον ξέρω και δεν μου αρέσει που αλλάζουμε, δεν μου αρέσει που εσύ έφυγες κι εγώ έμεινα, δεν μου αρέσει που μπαίνουμε στην διαδικασία να βάλουμε ταμπέλες ο ένας στον άλλον, δεν μου αρέσει που ξεχνάμε τι θέλουμε και θυμόμαστε τι πρέπει να κάνουμε. Ήταν ωραία παλιά κι ας μην μιλάγαμε πολύ, δεν έμπαιναν τα λόγια ανάμεσα μας αλλά η σιωπή και η σιωπή θα είναι πάντα πιο αληθινή από τις λέξεις των ανθρώπων.
Και τα τραγούδια; Πού χάθηκαν τα τραγούδια; Κάπου μαζί σου θα τριγυρνάνε, ανάμεσα στην πραγματικότητα μας και την φαντασία μου. Μου έλειψαν τα τραγούδια σου, μου έλειψε η κιθάρα σου, μου έλειψαν οι διαφωνίες μας για τα κομμάτια, μου έλειψε το "παιχνιδάκι" σου που ξεκινούσε με την πρόταση "Άμα βρεις ποιο κομμάτι είναι...", μου έλειψες εσύ.
Δεν θα κρατήσει πολύ αυτό, θα εξαφανιστούμε σε άλλους γαλαξίες. Θα ξεχαστούμε και οι αναμνήσεις θα αρχίζουν να σβήνουν, να ξεθωρίαζουν σαν παλιές φωτογραφίες. Δεν θέλω να εξαφανιστώ, δεν θέλω να ξεχάσω, δεν θέλω να σβήσω, δεν θέλω να ξεθωριάσω, σε θέλω εδώ, μαζί μου, σε θέλω στον δικό μου γαλαξία με κλειστά τα φώτα. Τα πάντα είναι πραγματικά και όμορφα στο σκοτάδι. Τα πάντα είναι πιο δυνατά και έντονα στο σκοτάδι, στο δικό μας σκοτάδι.
Μην με αφήσεις να φύγω. Μην με ξεχάσεις εδώ.
Υπέροχα λάθη.

Αφιερωμένο...
αν με διαβάζεις ακόμα θα έχεις καταλάβει ότι είναι για εσένα.

Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2011

Ατελείωτα λάθη ατελών ανθρώπων.

Είσαι σαν τον άνεμο, φεύγεις κι έρχεσαι μόνο για να ταράξεις τα φύλλα και τα παράθυρα από τα εγκαταλειμμένα σπίτια, μόνο για να βάλεις το μυαλό μου σε ένα παιχνίδι με τους δικούς σου κανόνες χωρίς την άδεια μου και την καρδία μου σε μία παγίδα φτιαγμένη με βασανιστικούς ήχους, από τις άγριες νύχτες που σιγοπέθαινα χωρίς να είσαι εκεί. Κι εσύ, δίπλα είσαι σαν την φωτιά στην παραλία το καλοκαίρι, κρατάς συντροφιά, μα ξεχνάς τον ρόλο σου στο παιχνίδι των ανθρώπων και θες να είσαι το επίκεντρο.Πληγώνεις τους άλλους γύρω σου και δεν θες να το καταλάβεις.Διαγράφεις από της αποθήκες τις μνήμης σου ό,τι άσχημο προκαλείς αλλά πάντα θυμάσαι τι σου άνοιξε πληγές τα βράδια που σερνόσουν γυμνή σαν τις αλήθειες σε έναν κόσμο ψεύτικο. Εσύ πάλι δεν μιλάς για εσένα, σκέφτεσαι πολύ το μέλλον σου όμως, όσο και να σε τρομάζει η εμπειρία του θανάτου που αποφάσισες πολλές φορές να ζήσεις για να κάψεις τις επιθυμίες του κρυμμένου κόσμου μέσα στο κεφάλι σου. Εσύ από την άλλη δεν αισθάνεσαι την στεναχώρια να σε περιλούζει, ούτε τα δάκρυα να σου κρατάνε συντροφιά όταν βρέχει, δεν θέλεις να νοιώσεις ποτέ την λύπη στην  μισή ζωή σου, ούτε τα πρησμένα μάτια από το κλάμα να ζωγραφιστούν στο πρόσωπο σου, έτσι το αποφάσισες κι έτσι ζεις. Είστε τόσο διαφορετικοί μεταξύ σας όμως έχετε κάτι κοινό.Στο σκοτάδι είστε ήρεμοι και η ψυχή σας γαληνεύει, δίνοντας όλο σας το είναι σε εκείνο, να την αγκαλιάσει και να την βάλει για ύπνο στον γλυκό ήχο της σιωπής του γιατί φοβάστε την πραγματική όψη του εαυτούς σας, φοβάστε τις σκιές σας και πάντα ξεχνάτε ότι οι σκιές στο σκοτάδι δεν πεθαίνουν αλλά παραμονεύουν.

Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2011

Καληνύχτα.

-Έχεις νιώσει ποτέ ότι αγαπάς και μισείς κάτι την ίδια ακριβώς στιγμή;
-Όχι.
-Τότε δεν με καταλαβαίνεις.
-Τι έγινε;
-Τίποτα.
-Πες μου.
-Τίποτα.
-Πες μου!
-Σ’αγαπώ.
-…
-Σε μισώ.
-…
-…
-Εγώ είμαι;
-Ναι.
-Γιατί;
-Φταις.
-Γιατί;
-Γιατί ήρθες.
-Μην μιλάς.
-Εσύ με ρώτησες.
-Με πλήγωσες.
-Συγγνώμη.
-Κλείσε το φως και ξάπλωσε.
-Δεν θέλω.
-Γιατί;
-Θέλω να βλέπω τα μάτια σου. να καταλαβαίνω τι θες να πεις πραγματικά.
-Χαχ…έλα κλείσε το φως.
-Όχι.
-Σε παρακαλώ.
-Όχι.
-Εντάξει.
-Θα μου πεις;
-Τι;
-Γιατί ήρθες;
-Δεν ήθελες;
-Πες μου.
-Ήθελα να σε δω.
-Είδες; Άμα είχα κλείσει το φως δεν θα καταλάβαινα ότι λες ψέματα.
-Φοβόμουν εντάξει;
-Τι;
-Εμένα.
-Γιατί;
-Πάντα τόσες ερωτήσεις κάνεις;
-Με ξέχασες.
-Ναι.
-Το ήθελες;
-Ναι.
-Τότε γιατί γύρισες;
-Δεν ξέρω.
-…
-Φεύγω.
-Καληνύχτα…και πάλι.


Ακούστηκε το χτύπημα της πόρτας και μετά από λίγο άναψε τσιγάρο και άρχισε να κλαίει.

Σάββατο 8 Οκτωβρίου 2011

Gabriel Garcia Marquez "Φίλοι μου, σας αποχαιρετώ"



Αν ο Θεός ξεχνούσε για μια στιγμή ότι είμαι μια μαριονέτα φτιαγμένη από κουρέλια και μου χάριζε ένα κομμάτι ζωή, ίσως δεν θα έλεγα όλα αυτά που σκέπτομαι, αλλά σίγουρα θα σκεφτόμουν αυτά που λέω εδώ.
Θα έδινα αξία στα πράγματα, όχι γι' αυτό που αξίζουν αλλά γι' αυτό που σημαίνουν.
Θα κοιμόμουν λίγο, θα ονειρευόμουν πιο πολύ, γιατί για κάθε λεπτό που κλείνουμε τα μάτια μας, χάνουμε 60 δευτερόλεπτα φωτός. Θα συνέχιζα όταν οι άλλοι σταματούσαν, θα ξυπνούσα όταν οι άλλοι κοιμούνταν. Θα άκουγα όταν οι άλλοι μιλούσαν και πόσο θα απολάμβανα ένα ωραίο παγωτό σοκολάτα!
Αν ο Θεός μου δώριζε ένα κομμάτι ζωή, θα ντυνόμουν λιτά, θα ξάπλωνα μπρούμυτα στον ήλιο, αφήνοντας ακάλυπτο όχι μόνο το σώμα, αλλά και την ψυχή μου.
Θεε μου, αν μπορούσα, θα έγραφα το μίσος μου πάνω στον πάγο και θα περίμενα να βγει ο ήλιος. Θα ζωγράφιζα με ένα όνειρο του Βαν Γκογκ πάνω στα άστρα ένα ποίημα του Μπενεντέτι και ένα τραγούδι του Σεράτ θα ήταν η σερενάτα που θα τη χάριζα στη Σελήνη. Θα πότιζα με τα δάκρυα μου τα τριαντάφυλλα, για να νοιώσω τον πόνο απ'τα αγκάθια τους και το κοκκινωπό φιλί των πετάλων τους...
Θεέ μου, αν είχα ένα κομμάτι ζωή...

Δεν θα άφηνα να περάσει ούτε μια μέρα χωρίς να πω στους ανθρώπους ότι τους αγαπώ. Θα έκανα κάθε άνδρα και γυναίκα να πιστέψουν ότι είναι οι αγαπητοί μου και θα ζούσα ερωτευμένος με τον έρωτα.
Στους ανθρώπους θα έδειχνα πόσο λάθος κάνουν που νομίζουν οτι παύουν να ερωτεύονται όταν γερνούν, χωρίς να καταλαβαίνουν ότι γερνούν όταν παύουν να ερωτεύονται. Στους γέρους θα έδειχνα ότι τον θάνατο δεν τον φέρνουν τα γηρατεία, αλλά η λήθη. Έμαθα τόσα πράγματα από εσάς τους ανθρώπους... Έμαθα πως όλοι θέλουν να ζήσουν στην κορυφή του βουνού, χωρίς να γνωρίζουν ότι η αληθινή ευτυχία βρίσκεται στον τρόπο που κατεβαίνεις την απόκρημνη πλαγιά.
Έμαθα πως όταν το νεογέννητο σφίγγει στη μικρή παλάμη του, για πρώτη φορά, το δάχτυλο του πατέρα του, το αιχμαλωτίζει για πάντα.
Έμαθα πως ο άνθρωπος δικαιούται να κοιτά τον άλλον από ψηλά μόνο όταν πρέπει να τον βοηθήσει να σηκωθεί. Είναι τόσα πολλά τα πράγματα που μπόρεσα να μάθω από εσάς, αλλά δεν θα χρησιμεύσουν αλήθεια πολύ, γιατί όταν θα με κρατούν κλεισμένο μέσα σ' αυτή τη βαλίτσα, δυστυχώς, θα πεθαίνω.
Να λές πάντα αυτό που νοιώθεις και να κάνεις πάντα αυτό που σκέφτεσαι. Αν ήξερα ότι σήμερα θα ήταν η τελευταία φορά που θα σ' έβλεπα να κοιμάσαι, θα σ' αγκάλιαζα σφιχτά και θα προσευχόμουν στον Κύριο για να μπορέσω να γίνω ο φύλακας της ψυχής σου. Αν ήξερα ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα σ' έβλεπα να βγαίνεις απ' την πόρτα, θα σ' αγκάλιαζα και θα σου 'δινα ένα φιλί και θα σε φώναζα ξανά για να σου δώσω κι άλλα. Αν ήξερα ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα άκουγα τη φωνή σου, θα ηχογραφούσα κάθε σου λέξη για να μπορώ να τις ακούω ξανά και ξανά. Αν ήξερα ότι αυτές θα ήταν οι τελευταίες στιγμές που σ' έβλεπα, θα έλεγα ότι σ'αγαπώ και δεν θα υπέθετα, ανόητα, ότι το ξέρεις ήδη.
Υπάρχει πάντα ένα αύριο και η ζωή μας δίνει κι άλλες ευκαιρίες για να κάνουμε τα πράγματα όπως πρέπει, αλλά σε περίπτωση που κάνω λάθος και μας μένει μόνο το σήμερα, θα 'θελα να σου πω πόσο σ' αγαπώ και ότι ποτέ δεν θα σε ξεχάσω.
Το αύριο δεν το έχει εξασφαλίσει κανείς, είτε νέος είτε γέρος. Σήμερα μπορεί να είναι η τελευταία φορά που βλέπεις τους ανθρώπους που αγαπάς. Γι' αυτό μην περιμένεις άλλο, κάν' το σήμερα, γιατί αν το αύριο δεν έρθει ποτέ, θα μετανιώσεις σίγουρα για τη μέρα που δεν βρήκες χρόνο για ένα χαμόγελο, μια αγκαλιά, ένα φιλί (όπως θα έλεγα εγώ:η μεταμέλεια φοράει ξυλοπάπουτσα, σύμφωνα με τον Ρίτσο) και ήσουν πολύ απασχολημένος για να κάνεις πράξη μία τελευταία τους επιθυμία. Κράτα αυτούς που αγαπάς κοντά σου, πες τους ψιθυριστά πόσο πολύ τους χρειάζεσαι, αγάπα τους και φέρσου τους καλά, βρες χρόνο για να τους πεις "συγνώμη", "συγχώρεσε με", "σε παρακαλώ", "ευχαριστώ" κι όλα τα λόγια αγάπης που ξέρεις. Κανείς δε θα σε θυμάται για τις κρυφές σου σκέψεις. Ζήτα απ' τον Κύριο η δύναμη και τη σοφία για να τις εκφράσεις. Δείξε στους φίλους σου τι σημαίνουν για 'σένα.
Στείλε αυτό το μήμυμα σε όποιους θέλεις.
Αν δεν το κάνεις σήμερα, αύριο θα είναι όπως και χθες. Κι αν δεν το κάνεις ποτέ, δεν πειραζει."
Οι ήρωες πεθαίνουν από αγάπη....

Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2011

Βουβά.


Δεν έχω το τηλέφωνο σου, δεν ξέρω καν αν έχεις τηλέφωνο, ξέρω μόνο το mail σου και την μάρκα των τσιγάρων σου. Ξέρω ότι δεν μιλάς πολύ και ότι σου αρέσει το φλερτ, σου αρέσει η επαφή και ότι τα μάτια σου είναι γλυκά. Ξέρω που μένεις και ότι η φωνή σου είναι όμορφη. Ξέρω πως θέλω να σου στείλω να δω τι κάνεις, αλλά φοβάμαι, φοβάμαι πολύ. Φοβάμαι μην σε ενοχλήσω και δεν σου στέλνω. Ξέρω ότι θέλω ένα βράδυ μαζί σου και τίποτα άλλο. Να σε νιώσω, να σε αγγίξω, να ακούω την ανάσα σου στο αυτί μου. Ξέρω ότι θέλω να είμαι κοντά σου κι ας μην μένουμε κοντά. Ξέρω πως θέλω να σε δω άλλη μια φορά. Ξέρω πως ένα μόνο πράγμα μας κρατάει δεμένους στις ζωές μας και δεν μπορούμε να τις ενώσουμε. Ξέρω πως ποτέ δεν θα σε ξεχάσω και πάντα θα θυμάμαι αυτές τις ώρες που ήμασταν μαζί σε εκείνη την καφετέρια, μιλούσαμε χωρίς να σταματήσουμε και όχι δεν μιλούσαμε για να καλύψουμε αυτή την γαμημένη άβολη σιωπή, μιλούσαμε γιατί μπορούσαμε να επικοινωνήσουμε για τα πάντα. Ξέρω πως όταν δεν είμαι καλά και έχω κάποιο πρόβλημα μπορώ να σου το πω. Ξέρω πως είσαι ο βουβός ερωτάς μου και ότι ποτέ δεν θα το μάθεις.



Υ.Γ. Μην με ξεχνάς κι ας έχουμε χαθεί μέσα στο πλήθος.

Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2011

Επαναστάτες με αιτία.


Αν ποτέ ακούσεις έναν ψίθυρο τη νύχτα ενώ κοιμάσαι, μην φοβηθείς, ο άλλος σου εαυτός προσπαθεί να σε μάθει κι ας είναι απαγορευμένο αυτό. Αν ποτέ κοιτάξεις στον καθρέφτη και δεν σε αναγνωρίσεις, μην τρομάξεις, είσαι εσύ, όπως σε άφησες  να  γίνεις. Αν κοιτάξεις πιο καλά τα μάτια τον άλλον θα μάθεις τι θέλουν να σου πουν κι όταν το καταλάβεις ίσως να πονέσεις, μα τουλάχιστον θα ξέρεις. Αν πεις ποτέ πια, θα είναι μεγάλο ψέμα που δεν θα το νιώθεις, αν πεις για πάντα θα είναι ψευδαίσθηση του παρόντος και αν κοιτάξεις την βροχή της ζωής σου με το κεφάλι προς τον ουρανό θα νικήσεις, έστω και για μια στιγμή. Επαναστάτες με αιτία είμαστε, με φόβους, κρυμμένα μυστικά, ζωντανά ψέματα, καπνούς στο μυαλό και τσιγάρο στα χείλη. Με αξέχαστες μουσικές που μας καύλωσαν και όμορφες εικόνες που είδαμε. Με ατελείωτα βράδια κοιτώντας τα αστέρια και φτιάχνοντας πρόστυχα όνειρα στο μυαλό μας. Με απροσάρμοστες  λέξεις στην κοινωνία τον ξένων και των απρόσωπων ανθρώπων. Με σιωπηλές ματιές ξεχασμένων εραστών. Και όταν γελάς, ξεχνιέσαι… αλλά κλαις κρυφά, κρυφά από όλους και από όλα, μέχρι και από εσένα. Ξέρεις κάτι; Δεν ζεις, υπάρχεις και δεν προσπαθήσεις να το αλλάξεις αυτό. Λόγια, μόνο λόγια. Χρειάζεσαι μία απομυθοποίηση για να ζήσεις, να αγαπήσεις, να αποθηκεύσεις στιγμές, να μπορείς να σηκώνεσαι κάθε φορά που πέφτεις, να ακούς και να μιλάς χωρίς να φοβάσαι, να κάνεις έρωτα, να παίζεις, να ελευθερώσεις τα όνειρα σου. Μια απομυθοποίηση κι ας σε τρομάζει η σκέψη.

Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2011

Πολύ, όχι πολλά.


Ξέρεις δεν ήμουν πάντα έτσι, κάποτε γελούσα, γελούσα πολύ. Κάποτε έκλαιγα γιατί το ένιωθα κι ας δεν ήταν το κατάλληλο μέρος ή η κατάλληλη στιγμή για να το κάνω. Κάποτε χαμογελούσα στους περαστικούς στο δρόμο να τους δείξω πως δεν είναι μόνοι μέσα σε αυτόν τον απρόσωπο κόσμο. Κάποτε πήγαινα τα βράδια στην παραλία και άκουγα τον αέρα να μου τραγουδάει τα κρυφά του τραγούδια. Κάποτε έκανα βόλτες στο πάρκο και έπαιζα με τα παιδάκια σαν να είμαι κι εγώ παιδί. Κάποτε έκανα τρέλες, αυθόρμητες, αλλά δεν με ένοιαζε περνούσα καλά. Κάποτε καθόμουν το μεσημέρι στην αυλή να με λούσει ο ήλιος με τις ακτίνες του. Κάποτε χόρευα στην βροχή να γίνω ένα μαζί της. Κάποτε μιλούσα στα λουλούδια για να μην αισθάνονται μοναξιά. Κάποτε παρατηρούσα τους πάντες γύρω μου και έφτιαχνα ιστορίες με το μυαλό μου για τις κρυφές ερωτικές τους εμπειρίες. Κάποτε διάβαζα ένα βιβλίο και ήταν λες και ζω μέσα του. Κάποτε έφτιαχνα πύργους στην άμμο και ένιωθα μικρή. Κάποτε μιλούσα με την σιωπή για να καταλάβω τι θέλουν να που οι άνθρωποι.  Κάποτε πίστευα στα όνειρα μου για να με πιστέψουν και εκείνα. Κάποτε, κάποτε, κάποτε. Παρελθόν, μπορεί να το αγαπώ πολύ αλλά είναι παρελθόν. Δεν θα ξαναέρθει, γιατί είναι πίσω μου, το άφησα ή μάλλον το άφησα να με αφήσει. Κάποτε ζούσα και δεν υπήρχα απλά, δεν ήμουν ένα με την μάζα των «νεκρών» ανθρώπων. Κάποτε σε αγάπησα, ακόμα σε αγαπώ. Κάποτε ήσουν εδώ, τώρα είσαι αλλού, αύριο; Αύριο δεν ξέρω, αλλά εγώ ακόμα θα σε αγαπώ και ακόμα εδώ θα είμαι να σε κοιτάζω από μακριά που φεύγεις.

Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2011

Μικρές μα όμορφες


Αυτές οι μικρές λεπτομέρειες, οι όμορφες λεπτομέρειες, οι μικρές και γρήγορες στιγμές, αυτές είναι που μετράνε στην ζωή. Αυτές είναι που σου δίνουν το χαμόγελο όταν τις σκέφτεσαι, όταν είσαι στεναχωρημένος και κάποιος σου προσφέρει μία ή έρχονται έτσι χωρίς να τις περιμένεις, μα γίνεσαι ευτυχισμένος στην απρόσκλητη επίσκεψη τους. Λεπτομέρειες, μικρές στιγμές, που πολλές φορές δεν τους δίνουμε σημασία, αλλά αυτές είναι πάντα μέσα στην ζωή μας και αυτές την «γεμίζουν» . Όλοι μας έχουμε τέτοιες στιγμές και τέτοιες λεπτομέρειες να θυμόμαστε. Όταν εσύ είχες μια απαίσια μέρα στην δουλεία και καθώς γυρνούσες σπίτι το απόγευμα, πέρασες από το πάρκο και ένα παιδάκι τριών χρονών ήρθε και σου χαμογέλασε και σου έδωσε ένα μισόμαδημένο λουλούδι και ξαφνικά χαμογέλασες  ή όταν εσύ, εκεί, έβλεπες μια ταινία και ήρθε ο μεγάλος σου αδερφός στον καναπέ που καθόσουν, τρέχοντας και έκανε «βουτιά» δίπλα σου και άρχισε να σε γαργαλάει και να σε πειράζει κι έσκασες στα γέλια ή όταν εσύ, πιο δίπλα, έτσι όπως περπατούσες στο δρόμο με κάποια, ίσως σημαντική, ίσως και όχι για εσένα, σου έδωσε ένα βραχιολάκι για να την θυμάσαι, σαν δώρο, επειδή δεν μένετε στην ίδια πόλη και δεν ήθελε να ξεχάσεις αυτές τις πέντε μέρες που ήσασταν μαζί. Μικρές κινήσεις, με μεγάλη σημασία, μικρές πράξεις, για μεγάλα αισθήματα. Όμορφες λεπτομέρειες, όμορφες στιγμές, όμορφες αναμνήσεις. Δικές μου, δικές σου, δικές του, δικές της, όλων μας. Κράτα τες σαν φυλαχτό.


Αφιερωμένο στον γλυκό μου γκρινιάρη.

Σάββατο 10 Σεπτεμβρίου 2011

Οι δύο μου εαυτοί.


Είμαι ελεύθερη γιατί γελάω.
Δεν είμαι ελεύθερη γιατί με κάνεις ακόμα και κλαίω.
Είμαι ελεύθερη γιατί ζω.
Δεν είμαι ελεύθερη γιατί σε σκέφτομαι και νιώθω πως πεθαίνω.
Είμαι ελεύθερη γιατί κοιμάμαι μόνη.
Δεν είμαι ελεύθερη γιατί στο κρεβάτι δεν σε έχω δίπλα μου.
Είμαι ελεύθερη γιατί όταν μπαίνω στο σπίτι δεν φωνάζεις που άργησα.
Δεν είμαι ελεύθερη γιατί όταν ανοίγω την πόρτα στο σπίτι δεν βλέπω το χαμόγελο σου να με περιμένει.
Είμαι ελεύθερη γιατί έχω χρόνο για τον εαυτό μου.
Δεν είμαι ελεύθερη γιατί δεν σε αγγίζω.
Είμαι ελεύθερη γιατί καπνίζω στο δωμάτιο χωρίς να γκρινιάζεις για το πως θα κοιμηθούμε το βράδυ με τόσο καπνό.
Δεν είμαι ελεύθερη γιατί δεν παίζεις με τα φιλτράκια μου.
Είμαι ελεύθερη γιατί δεν νιώθω τύψεις κάθε φορά που τσακωνόμαστε.
Δεν είμαι ελεύθερη γιατί δεν κάνουμε έρωτα.
Είμαι ελεύθερη γιατί βλέπω τις ταινίες που μου αρέσουν.
Δεν είμαι ελεύθερη γιατί δεν πεθαίνουμε από τα γέλια με τις χαζοκωμωδίες .
Είμαι ελεύθερη γιατί δεν σε βλέπω να κλαις.
Δεν είμαι ελεύθερη γιατί δεν σε κοιτάζω να κοιμάσαι.
Είμαι ελεύθερη γιατί δεν τσακωνόμαστε.
Δεν είμαι ελεύθερη γιατί δεν σε φιλάω.
Είμαι ελεύθερη γιατί δεν υπάρχω στην σιωπή του θυμού σου.
Δεν είμαι ελεύθερη γιατί δεν συζητάμε με τα μάτια.
Είμαι ελεύθερη γιατί μένω μόνη μου.
Δεν είμαι ελεύθερη γιατί δεν μένω μαζί σου.
Είμαι ελεύθερη γιατί δεν είσαι εδώ.
Δεν είμαι ελεύθερη γιατί σε έχασα.

Παρασκευή 9 Σεπτεμβρίου 2011

Mors ultima ratio.


-Μικρές σκέψεις…
-ξεχασμένων εραστών.
-Το ταξίδι μου είναι μεγάλο μα…
-θα τα καταφέρεις…
-γιατί θα σκέφτομαι εσένα.
-Χαχ…θα μου λείψεις.
-Δεν πρέπει.
-Θα κλαίω τα βράδια που δεν θα είσαι εδώ.
-Όχι, όχι εδώ θα είμαι και θα σε προσέχω.
-Όχι δεν θα είσαι, μην μου λες ψέματα.
-Εδώ θα είμαι σου λέω, αλήθεια.
-Σταμάτα να μου λες ψέματα.
-Μ’αγαπάς;
-Πολύ.
-Κι εγώ, δεν θα σου έλεγα ποτέ ψέματα.
-Μην φύγεις, δεν θέλω.
-Δεν μπορώ.
-Πονάω όταν το σκέφτομαι.
-Πονάω όταν πονάς.
-Μη…σε παρακαλώ.
-Ησύχασε.
-Θα σε θυμάμαι για πάντα όταν ήσουν καλά, χωρίς το χλωμό πρόσωπο και τους κύκλους κάτω από τα μάτια, χωρίς να είσαι ξαπλωμένος και να βήχεις όλη την ώρα. Θα σε θυμάμαι να γελάς και να με έχεις αγκαλιά και θυμάμαι και αυτό το ταξίδι χωρίς προορισμό που κάναμε και μείναμε από βενζίνη κι εσύ έβριζες κι εγώ γελούσα, γιατί πρώτη φορά σε έβλεπα έτσι και…
-κι εγώ προσπάθησα να σου θυμώσω αλλά δεν τα κατάφερα, είσαι τόσο γλυκιά όταν γελάς.
-Σε παρακαλώ.
-Καληνύχτα.

Μάτια μου όμορφα


Στα μάτια βρίσκεται κρυμμένος ένας ολόκληρος κόσμος αναμνήσεων, λέξεων που δεν μπορείς να ξεστομίσεις, επιθυμιών, σκέψεων, ασυγκράτητων ονείρων, πληγωμένων συναισθημάτων και χαρούμενων εκφράσεων. Με τα βλέμματα επικοινωνούν οι καλύτεροι φίλοι, οι ερωτευμένοι, οι παθιασμένοι, οι λυπημένοι, οι ξεχασμένοι, οι αυθόρμητοι, οι τρελαμένοι από την σιωπή. Στα μάτια βλέπεις ποιος πραγματικά είναι ο άλλος, πως πραγματικά νοιώθει ο άλλος, τι πραγματικά σκέφτεται, τι πραγματικά νιώθει, τι χρειάζεται, τι ζητάει, τι του λείπει, τι φοβάται, τι αγαπάει, τι μισεί. Στα μάτια είναι τα πάντα. Ένα βλέμμα είναι αυτό που πραγματικά επιθυμούμαι όλοι από τους άλλους για να καταλάβουμε τους εαυτούς τους και αυτό που έχουν «θαμμένο» μέσα τους. Τα μάτια που είναι καρφωμένα επάνω μας είναι που «φοβόμαστε» μα και τα ζητάμε όταν «κοιτάζουν» αλλού. Τα πιο γλυκά μάτια βρίσκονται στα πιο «άγρια» πρόσωπα, τα πιο πληγωμένα μάτια βρίσκονται στα πιο «χαρούμενα» πρόσωπα, τα πιο σκληρά μάτια βρίσκονται στα πιο «γλυκά» πρόσωπα και αυτό γιατί μέσα στα μάτια μας βρίσκεται η ψυχή μας και η ψυχή μας είναι η μοναδική αλήθεια του εαυτού μας.



Αφιερωμένο στον «άγριο» Κρητικό με την ψυχή παιδιού.