Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 9 Ιουνίου 2011

Arthur Rimbaud

Μια εποχή στην κόλαση


Αν θυμάμαι καλά,κάποτε,ήταν η ζωή μου έκπαγλη
γιορτή που άνοιγαν όλες οι καρδιές και όλα τα
κρασιά κυλούσαν.
Μια νύχτα πήρα την ομορφιά στα γόνατά μου.
Και τη βρήκα πικρή.
Και τη βλαστήμησα.
Οπλίστηκα ενάντια στη δικαιοσύνη.Δραπέτευσα.
Ώ Μάγισσες,Μιζέρια,Μίσος,εσείς θα διαφυλάξετε
το θησαυρό μου.
Κατόρθωσα να σβύσω απο το λογικό μου κάθε
ελπίδα ανθρώπινη.
Μ'ύπουλο σάλτο,χύμηξα σα θηρίο πάνω σ'όλες
τις χαρές να τις σπαράξω.
Επικαλέστηκα τους δήμιους να δαγκάσω,πεθαίνοντας,
τα κοντάκια των όπλων τους.
Επικαλέστηκα κάθε Οργή και Μάστιγα να πνιγώ
στο αίμα,στην άμμο.
Η απόγνωση ήταν ο Θεός μου.
Κυλίστηκα στη λάσπη.
Στέγνωσα στον αέρα του εγκλήματος.
Ξεγέλασα την τρέλλα.
Κι η άνοιξη μου προσκόμισε το φρικαλέο γέλοιο
του ηλίθιου.
Μα τώρα τελευταία,πριν τα τινάξω για καλά,
λέω ν'αποζητήσω το κλειδί του αρχαίου συμπόσιου
μήπως βρώ ξανά τήν όρεξή μου.
Το κλειδί αυτό είναι η συμπόνοια.
Η έμπνευση τούτη δείχνει πως ονειρεύτηκα.
<<Θα μείνεις ύαινα....>>κ.τ.λ. ολολύζει ο διάβολος:
και με στεφανώνει με πλήθος ιλαρές παπαρούνες.
<<Φτάσε στό θάνατο μ'όλες τις αχαλίνωτες ορέξεις
σου,τη φιλαυτία σου,και κάθε ασυγχώρητο αμάρτημα!>>
Αχ!απαύδησα.
Αλλά,Σατανά,φίλτατέ μου,να χαρείς,όχι βλοσυρές
ματιές.Περιμένω μερικές βδεληρότητες,
αναδρομικά.
Ωστόσο,για σας,τους εραστές της απουσίας του
περιγραφικού ή διδακτικού ύφους σ'έναν συγγραφέα,
για σας αποσπώ τις λίγες ελεεινές αυτές σελίδες από
το σημειωματάριον ενος κολασμένου.
Δεν προχωρούμε.Πίσω πάλι στους παληούς δρόμους,
φορτωμένους απ'το πάθος μου,το πάθος όπου
φύτρωσε τούτες τις ρίζες του πόνου στα πλευρά μου
από την εποχή της λογικής κι ανεβαίνει στον ουρανό,
με κατακερματίζει,με γυρίζει ανάποδα,με παρασύρει.
Η ύστατη άγνεια κι η ύστατη δειλία.Ειπώθηκε.
Να μη φανερώνω τις αδυναμίες μου και τις αηδίες
μου στον κόσμο.Εμπρός.Η πορεία,το φορτίο,η
έρημος,οργή και πλήξη.
Σε ποιόν να πουληθώ;
Ποιο θηρίο να λατρέψω;
Ποια ιερή εικόνα καταπατιέται;
Ποιες καρδιές να συντρίψω;
Ποια ψέμματα ν'ασπαστώ;
Σε ποιο αίμα να τσαλαβουτήσω;
Καλύτερα να μην μπλέξεις με την εξουσία.
Η αχαΐρευτη ζωή,η τέλεια αποχτήνωση,με λιπόσαρκο
χέρι να σηκώσω το καπάκι της κάσσας,να
κάτσω,να πάω από ασφυξία.
Ούτε γεράμματα έτσι,ούτε κίνδυνοι:δέν είναι ο
τρόμος Γάλλος.Α!Τόσο ολοκληρωτικά παραπεταμένος
είμαι ώστε προσφέρω σ'όποιο είδωλο τ'ορμεμφυτο
μου για την κατάχτηση της τελειότητας.
'Ω,αυταπάρνηση μου,ώ θεσπέσια φιλευσπλαχνία
μου.Κι όμως,εδώ κάτω.
De profundis,Domine,
Τι ζώο είμαι.
Πάνω σε δημοσιές,κάτω απ'τη νύχτα του
χειμώνα,δίχως σκεπή,δίχως κουρέλι,δίχως ψωμί,ένας
φθόγγος έσφιγγε την παγωμένη καρδιά μου.
<<Τόλμη ή δειλία!τόλμη,για σέ.
Δέν ξέρεις πού και γιατί τρέχεις.
Έμπα παντού,αποκρίσου σ'όλα.
Άν γίνεται να σκοτώσουν ένα πτώμα,τότε να
φοβάσαι μήπως σε σκοτώσουν>>.
Το πρωί το βλέμμα μου είχε χαθεί στ'άπειρο κι η
όψη μου είχε τόσο αδειάσει ώστε κι αν με κάποιον
αντάμωσα δεν θα με παρατήρησε.
Στις πόλεις,ο βόρβορος έλαμπε έξαφνα κόκκινος
και μαύρος,πανόμοιος με καθρέφτη αντανακλώντας
την φλόγα λάμπας από δωμάτιο σε δωμάτιο,σαν
θησαυρός σε δάσος.
Καλή τύχη,κραύγαζα γοερά,κι αντίκρυζα ένα
πέλαγο γεμάτο καπνό και λάμψη στον ουρανό και
δεξιά κι αριστερά λαμπάδιαζαν τα πλούτη του κόσμου
σαν ένα δισεκατομμύριο κεραυνοί.
Αλλά το όργιο κι η συντροφιά των γυναικών μου
άσαν απαγορευμένα.
Σύντροφος κανένας.
Είδα τον εαυτό μου κυκλωμένο από ένα λυσσασμένο
πλήθος αντίκρυ στο εκτελεστικό απόσπασμα,
να οδύρομαι απο δυστυχία γιατί δεν μπορούσαν νά
με νοιώσουν,όμως συγχωρώντας τους-σαν την
Ιωάννα Ντ'Αρκ!












Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου